Anonymous

ἰκμάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκμάζω''': τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀποσπ. 3. 16. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐξικμάζω]], [[ἐξατμίζω]] τὴν ὑγρασίαν, [[καταξηραίνω]], «ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν» Ἡσύχ.· ἰκμασθέντος δὲ τούτου Πλούτ. 2. 954Ε.
|lstext='''ἰκμάζω''': τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀποσπ. 3. 16. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐξικμάζω]], [[ἐξατμίζω]] τὴν ὑγρασίαν, [[καταξηραίνω]], «ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν» Ἡσύχ.· ἰκμασθέντος δὲ τούτου Πλούτ. 2. 954Ε.
}}
{{bailly
|btext=rendre humide ; <i>Pass.</i> être <i>ou</i> devenir humide.<br />'''Étymologie:''' [[ἰκμάς]].
}}
}}