ἰκμάζω
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
= ἰκμαίνω (moisten, anoint), Nic.Fr.70.17.
II filter through, ooze, Alex.Aphr.in Mete.87.27.
III evaporate moisture, dry up, ἰκμασθέντος δὲ τούτου Plu.2.954e codd.; ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1248] = Folgdm; ἰκμάζουσα Nic. bei Ath. IV, 133 e; ἰκμασθέντος Plut. pr. frig. 21.
French (Bailly abrégé)
rendre humide ; Pass. être ou devenir humide.
Étymologie: ἰκμάς.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμάζω: τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀποσπ. 3. 16. ΙΙ. ὡς τὸ ἐξικμάζω, ἐξατμίζω τὴν ὑγρασίαν, καταξηραίνω, «ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν» Ἡσύχ.· ἰκμασθέντος δὲ τούτου Πλούτ. 2. 954Ε.
Greek Monolingual
ἰκμάζω (Α)
ικμάς
1. ικμαίνω
2. διηθώ, σουρώνω
3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω.