3,277,700
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθέλκω''': μέλλ. καθέλξω, Ἀριστ. Βάτρ. 1398, καθελκύσω Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21, 1: ἀόρ. καθείλκῠσα Θουκ. 6. 34· πρκμ. καθείλκῠκα Δημ. 60.8: ― Παθ., ἀόρ. καὶ πρκμ., ἴδε κατωτ.: ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[ἕλκω]]). 1) ἐπὶ πλοίου, [[σύρω]], [[καταβιβάζω]] αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. deducere naves, Εὐρ. Ἑλ. 1531, Ἀριστοφ. Ἀχ. 544, πρβλ. Ἱππ. 1315· καθεῖλκον [[ναῦς]] ἐς Πειραιᾶ Θουκ. 2. 93· τῶν νεῶν καθελκυσθεισῶν ἐς τὴν θάλασσαν Ἡρόδ. 7.100· εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυσμένον Θουκ. 6. 50. 2) [[σύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] τὴν πλάστιγγα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1398. 3) σκέλη δὲ καθείλκυσται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῦ, μακρὰ δὲ τείχη ἐκτείνονται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῦ ([[μέχρι]] τῆς θαλάσσης), Στράβ. 380. | |lstext='''καθέλκω''': μέλλ. καθέλξω, Ἀριστ. Βάτρ. 1398, καθελκύσω Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21, 1: ἀόρ. καθείλκῠσα Θουκ. 6. 34· πρκμ. καθείλκῠκα Δημ. 60.8: ― Παθ., ἀόρ. καὶ πρκμ., ἴδε κατωτ.: ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[ἕλκω]]). 1) ἐπὶ πλοίου, [[σύρω]], [[καταβιβάζω]] αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. deducere naves, Εὐρ. Ἑλ. 1531, Ἀριστοφ. Ἀχ. 544, πρβλ. Ἱππ. 1315· καθεῖλκον [[ναῦς]] ἐς Πειραιᾶ Θουκ. 2. 93· τῶν νεῶν καθελκυσθεισῶν ἐς τὴν θάλασσαν Ἡρόδ. 7.100· εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυσμένον Θουκ. 6. 50. 2) [[σύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] τὴν πλάστιγγα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1398. 3) σκέλη δὲ καθείλκυσται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῦ, μακρὰ δὲ τείχη ἐκτείνονται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῦ ([[μέχρι]] τῆς θαλάσσης), Στράβ. 380. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> καθεῖλκον, <i>f.</i> καθέλξω;<br /><i>pour l’ao., le pf. et le pqp., on emploie</i> [[καθελκύω]];<br /><i>c.</i> [[καθελκύω]]. | |||
}} | }} |