Anonymous

καθέλκω: Difference between revisions

From LSJ
1,385 bytes added ,  29 September 2017
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> καθεῖλκον, <i>f.</i> καθέλξω;<br /><i>pour l’ao., le pf. et le pqp., on emploie</i> [[καθελκύω]];<br /><i>c.</i> [[καθελκύω]].
|btext=<i>impf.</i> καθεῖλκον, <i>f.</i> καθέλξω;<br /><i>pour l’ao., le pf. et le pqp., on emploie</i> [[καθελκύω]];<br /><i>c.</i> [[καθελκύω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καθέλκω]])<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[κάτω]] ή [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[καθέλκυση]] πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... [[τεσσαράκοντα]] ναῡς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ζυγαριά]]) [[σύρω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάνω]] να κατεβεί [[ένας]] από τους δύο δίσκους της ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅ,τι σοι καθέλξει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]] («τοῑς λοιποῑς... ἰσοσθενεῑ καὶ καθέλκει τὰ [[πάντα]]»)<br /><b>3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[υποχρεώνω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέλκομαι</i> α) (για [[κτίσμα]]) εκτείνομαι («σκέλη δὲ καθείλκυσται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῡ» — μακρά τείχη εκτείνονται [[κατά]] [[μήκος]] της οδού, <b>Στράβ.</b>)<br />β) επιτείνομαι, ενισχύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]].
}}
}}