Anonymous

ἰυγμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰυγμός''': ὁ, ([[ἰύζω]]) βοή, κραυγὴ χαρᾶς, Ἰλ. Σ. 572· [[ὡσαύτως]], κραυγὴ ὀδύνης, Αἰσχύλ. Χο. 26, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 126· πρβλ. [[ἰυγή]]. ῑ ἐν Ἰλ.· ῐ παρὰ Τραγ.
|lstext='''ἰυγμός''': ὁ, ([[ἰύζω]]) βοή, κραυγὴ χαρᾶς, Ἰλ. Σ. 572· [[ὡσαύτως]], κραυγὴ ὀδύνης, Αἰσχύλ. Χο. 26, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 126· πρβλ. [[ἰυγή]]. ῑ ἐν Ἰλ.· ῐ παρὰ Τραγ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> cri;<br /><b>2</b> gémissement, cri plaintif.<br />'''Étymologie:''' [[ἰύζω]].
}}
}}