Anonymous

καθό: Difference between revisions

From LSJ
174 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθό''': Ἐπίρρ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ = [[καθά]], Λυσ. 213. 19, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 18, 1, Διοδ. Ἐκλογ. 582. 83, κτλ. ΙΙ. = [[ὥστε]], Πλάτ. Σοφ. 267D, Πλούτ. 2. 51Β.
|lstext='''καθό''': Ἐπίρρ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ = [[καθά]], Λυσ. 213. 19, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 18, 1, Διοδ. Ἐκλογ. 582. 83, κτλ. ΙΙ. = [[ὥστε]], Πλάτ. Σοφ. 267D, Πλούτ. 2. 51Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>sub.</i><br /><b>1</b> selon que, comme, en tant que ; dans la mesure où;<br /><b>2</b> de telle sorte que.<br />'''Étymologie:''' = καθ’ ὅ.
}}
}}