καθό
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
Adv. for καθ' ὅ (which should perhaps be written),
A in so far as, according as, Lys.34.5, Arist.Metaph.1022a14, D.S.31.16, 2 Ep.Cor. 8.12, etc.; κ. μεγέθει καὶ κ. ποιότητι in respect of…, Phld.Ir.p.91 W.
II wherefore, Pl.Sph.267d, Plu.2.51b.
German (Pape)
[Seite 1288] d. i. καθ' ὅ, = καθά, bes. insoweit, insofern, Plat. Soph. 267 d, Arist. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
sub.
1 selon que, comme, en tant que ; dans la mesure où;
2 de telle sorte que.
Étymologie: = καθ' ὅ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθό, adv. voor καθ’ ὅ in zoverre als:. καθὸ δύνασθε voor zover jullie in staat zijn Lys. 34.5; καθὸ δεῖ zoals het behoort NT Rom. 8.26. (reden waarom, vandaar) en daarom:. καθὸ δή... ἀνάγκη en daarom is het dus onvermijdelijk Plat. Sph. 267d.
Russian (Dvoretsky)
καθό: (= καθ᾽ ὅ) conj.
1 в силу чего, согласно чему, на основании чего: κ. ἀγαθὸς αὐτὸ ἀγαθόν (sc. ἐστιν) Arst. то, в силу чего (кто-л.) добр, и есть сама доброта; τὸ κ. τὸ εἶδός ἐστι Arst. основание есть сущность; κ. δεῖ NT как следует;
2 так что, ввиду чего Plat., Plut.
English (Strong)
from κατά and ὅς; according to which thing, i.e. precisely as, in proportion as: according to that, (inasmuch) as.
English (Thayer)
(καθολικός) καθολικη, καθολικον (καθόλου, which see), general, universal (occasionally in secular authors from (Aristotle, and) Polybius down, as καθολικη καί κοινῇ ἱστορία, Polybius 8,4, 11; often in ecclesiastical writings; the title ἡ καθολικη ἐκκλησία first in Ignatius ad Smyrn. c. 8 [ET] and often in Polycarp, Martyr. (see edition (Gebh. Harn.) Zahn, p. 133note); cf. καθολικη ἀνάστασις (Justin contra Trypho, 81under the end); Theophilus ad Autol. (l. i. § 13), p. 40, Otto edition); ἐπιστολαί καθολικαι, or simply καθολικαι, in the title of the Epistles of James, Peter, John, and Jude (R G L; cf. τῶν ἑπτά λεγομένων καθολικων SC. ἐπιστολῶν, Eus. h. e. 2,23, 25), most probably because they seemed to be written not to any one church alone, but to all the churches. (Cf. Dict. of Chris. Antiq. under the word Catholic.)
Greek Monolingual
(Α καθό)
(αντί του καθ' ὅ, όπως πρέπει ίσως να γράφεται) για τον λόγο ότι είναι, δεδομένου ότι είναι, διότι είναι («τους προτιμούν καθό σοφότεροι»)
αρχ.
1. καθόσον, όπως, σύμφωνα με το οποίο
2. ως προς, σε αναφορά με («καθὸ μεγέθει καὶ καθὸ ποιότητα», Φιλόδ.)
3. ώστε («καθὸ δεῖ τῶν ὀνομάτων ἀνάγκη μὴ σφόδρα εὐπορεῖν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «καθ' ὅ» < κατ-τ(α)- + ουδ. της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ].
Greek Monotonic
καθό: επίρρ. αντί καθ' ὅ = καθά,
I. αναλόγως, σύμφωνα, σε Λυσ. κ.λπ.
II. έτσι ώστε, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καθό: Ἐπίρρ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ = καθά, Λυσ. 213. 19, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 18, 1, Διοδ. Ἐκλογ. 582. 83, κτλ. ΙΙ. = ὥστε, Πλάτ. Σοφ. 267D, Πλούτ. 2. 51Β.
Middle Liddell
I. adverb for καθ' ὅ, = καθά, in so far as, according as, Lys., etc.
II. so that, Plat.
Chinese
原文音譯:kaqÒ 卡特-哦
詞類次數:副,連(4)
原文字根:向下-這
字義溯源:依照,就如,例如,因著,因為,照,照著;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ὅς / ὅσγε)*=那)組成
出現次數:總共(4);羅(1);林後(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 是照(2) 林後8:12; 林後8:12;
2) 因為(1) 彼前4:13;
3) 照著(1) 羅8:26