3,276,901
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰτᾰμός''': ῐ, ή, όν, ([[εἶμι]], [[ἴτης]]) [[ὁρμητικός]], σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν [[πρᾶγμα]], [[παράτολμος]], [[θρασύς]], [[ἀναίσχυντος]], [[ἀσυλλόγιστος]], ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ [[πονηρία]] Δημ. 777. 3· ἰτ. [[πρός]] τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος [[πρός]] λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν [[ἰταμότης]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30. | |lstext='''ἰτᾰμός''': ῐ, ή, όν, ([[εἶμι]], [[ἴτης]]) [[ὁρμητικός]], σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν [[πρᾶγμα]], [[παράτολμος]], [[θρασύς]], [[ἀναίσχυντος]], [[ἀσυλλόγιστος]], ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ [[πονηρία]] Δημ. 777. 3· ἰτ. [[πρός]] τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος [[πρός]] λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν [[ἰταμότης]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> vif, ardent;<br /><b>2</b> hardi, effronté, impudent ; τὸ ἰταμόν, hardiesse, impudence ; <i>adv.</i> • ἰταμὸν ἀντιβλέπειν ÉL regarder en face avec effronterie;<br /><i>Cp.</i> ἰταμώτερος, <i>Sp.</i> ἰταμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἴτης]]. | |||
}} | }} |