Anonymous

ἵδρυσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵδρῡσις''': -εως, ἡ, τὸ ἱδρύειν, ἀνεγείρειν, κτίζειν, ἰδίως ναούς, Πλάτ. Πολ. 427B, Νόμ. 909E. [[ἵδρυσις]] ξοάνων, τοποθέτησις, [[ἐγκαίνια]] εἰδώλων, Διον. Ἁλ. 2. 18.· [[ἵδρυσις]] πόλεως Πλουτ. Ρωμ. 9. 2) Ἑρμέω ἱδρύσιες, ἀγάλματα Ἑρμοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 253. ΙΙ. [[διαμονή]], [[κατοικία]], Στράβ. 383, Πλούτ. 2. 408A· μεταφ., οὐκ ἔχειν ἵδρυσιν [[αὐτόθι]] 651D, κτλ. ῠ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 242.
|lstext='''ἵδρῡσις''': -εως, ἡ, τὸ ἱδρύειν, ἀνεγείρειν, κτίζειν, ἰδίως ναούς, Πλάτ. Πολ. 427B, Νόμ. 909E. [[ἵδρυσις]] ξοάνων, τοποθέτησις, [[ἐγκαίνια]] εἰδώλων, Διον. Ἁλ. 2. 18.· [[ἵδρυσις]] πόλεως Πλουτ. Ρωμ. 9. 2) Ἑρμέω ἱδρύσιες, ἀγάλματα Ἑρμοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 253. ΙΙ. [[διαμονή]], [[κατοικία]], Στράβ. 383, Πλούτ. 2. 408A· μεταφ., οὐκ ἔχειν ἵδρυσιν [[αὐτόθι]] 651D, κτλ. ῠ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 242.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de fonder, de bâtir;<br /><b>II. 1</b> assiette, consistance;<br /><b>2</b> monument fondé ; demeure, résidence.<br />'''Étymologie:''' [[ἱδρύω]].
}}
}}