Anonymous

ἰσχάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχάς''': -άδος, ἡ, (ἰσχνὸς) ξηρὸν [[σῦκον]], Ἀριστοφ. Ἰππ. 755, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 27F, 75 Β, κτλ.· περίφημοι ἦσαν αἱ τῆς Ἀττικῆς ἰσχάδες, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123.24, καὶ ἴδε τὴν λ. [[παράσημον]]: - [[ὡσαύτως]], «τὰς δρυπετεῖς καὶ γεργερίμους ἐλάας (τὰς ὡρίμου δηλ.) καὶ ἰσχάδας οἱ [[πάλαι]] ἔλεγον» Εὐστ. 1963. 55. 2) [[εἶδος]] εὐφορβίου, ([[φυτόν]]), Euphorhia Apios, Θεφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 6. ΙΙ. ([[ἴσχω]]), τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ στερεῶς, ἄγκυρα Σοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 15, Ἀθην. 991).
|lstext='''ἰσχάς''': -άδος, ἡ, (ἰσχνὸς) ξηρὸν [[σῦκον]], Ἀριστοφ. Ἰππ. 755, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 27F, 75 Β, κτλ.· περίφημοι ἦσαν αἱ τῆς Ἀττικῆς ἰσχάδες, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123.24, καὶ ἴδε τὴν λ. [[παράσημον]]: - [[ὡσαύτως]], «τὰς δρυπετεῖς καὶ γεργερίμους ἐλάας (τὰς ὡρίμου δηλ.) καὶ ἰσχάδας οἱ [[πάλαι]] ἔλεγον» Εὐστ. 1963. 55. 2) [[εἶδος]] εὐφορβίου, ([[φυτόν]]), Euphorhia Apios, Θεφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 6. ΙΙ. ([[ἴσχω]]), τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ στερεῶς, ἄγκυρα Σοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 15, Ἀθην. 991).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>άδος (ἡ) :<br />figue sèche, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰσχνός]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ὄλυνθος]], [[σῦκον]], [[φήληξ]], [[φιβάλεως]].<br /><span class="bld">2</span>άδος (ἡ) :<br />ancre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]].
}}
}}