Anonymous

καλλιπόταμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιπότᾰμος''': -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, [[καλλιπόταμος]] ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.
|lstext='''καλλιπότᾰμος''': -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, [[καλλιπόταμος]] ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
}}
}}