Anonymous

καίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καίνυμαι''': ἀποθ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. δηλοῦντος τὸ κατά τι, ἐκαίνυτο φῦλ’ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι, ὑπερέβαινε πάσας τὰς φυλὰς τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν τέχνην τοῦ κυβερνᾶν [[πλοῖον]], «ἐκαίνυτο, [[πάνυ]] ἐνίκα» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 282˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, ἣ ῥα γυναικῶν [[φῦλον]] ἐκαίνυτο… εἴδεΐ τε μεγέθει τε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 4˙ πρβλ. [[ἀποκαίνυμαι]]. - Πλὴν τοῦ παρατ. τούτου, ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὸν παρακείμ. καὶ ὑπερσ. [[κέκασμαι]], ἐκεκάσμην, Δωρ. κέκαδμαι, [[ἅπερ]] κεῖνται ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματισθέντα ἐκ ῥήματος *κάζω (ἴδε ἐν τέλει˙ - ἐκάζοντο, καζόμενος ἀπαντῶσι παρὰ Νικήτ. ἐν Χρον. 120. 141): - ὑπερτερῶ τινα κατά τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ., ἐγχείῃ δ’ [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας καὶ Ἀχαιοὺς Ἰλ. Β. 530˙ ὃς ἡλικίην [[ἐκέκαστο]] ἔγχεΐ θ’ ἱπποσύνῃ τε, ὃς τοὺς ἥλικας ἐνίκα ἐν τῇ χρήσει τοῦ δόρατος καὶ τῇ ἱππικῇ, Π. 808˙ ὃς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] κλεπτοσύνῃ θ’ ὅρκῳ τε Ὀδ. Τ. 395 (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ.), πρβλ. Ἰλ. Υ. 35˙ μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ δοτ. πράγμ., ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] γνῶναι, ὑπερέβαινε τοὺς ὁμήλικας εἰς τὸ γιγνώσκειν, Ὀδ. Β. 158˙ [[οὕτως]], [[ἐκέκαστο]] ἰθύνειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 867, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀποκαίνυμαι]]: - οὕτω καὶ [[μετὰ]] δοτ. πράγμ. μόνον, δόλοισι κεκασμένε, ἔξοχε εἰς δόλους, Ἰλ. Δ. 339˙ παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Ὀδ. δ. 725, πρβλ. 815, Ι. 509, Ἰλ. Ε. 54˙ ἀγλαΐην, … [[μετὰ]] δμωῇσι κέκασσαι Ὀδ. Τ. 82˙ ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένος Οὐρανιώνων Ἡσ. Θ. 929˙ [[μετὰ]] γεν., τῶν σε, γέρον, πλούτῳ τε καὶ [[υἱάσι]] φασὶ κεκάσθαι, «τούτων πάντων, ὦ γέρον, πλούτῳ καὶ υἱοῖς φασί σε προέχειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 546˙ (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 535 στίχου: πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]], ἴδε ἐπικαίνυμαι): - οὕτω παρὰ ποιηταῖς μεθ’ Ὅμηρον, ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον, κεκοσμημένον, Πινδ. Ο. 1. 42˙ φρουραῖς κέκασται, [[εἶναι]] [[καλῶς]] ἐφωδιασμένος μὲ …, Εὐρ. Ἠλ. 616˙ πανουργίαις μείζοσι κεκασμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 685˙ καὶ ἀπολ., εὖ κεκασμένον [[δόρυ]], [[καλῶς]] ὡπλισμένος [[ὅμιλος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 766. - Ποιητ. [[ῥῆμα]]˙ [[διότι]] τὸ ἐν Πλάτ. Πολ. 334Β [[εἶναι]] εἰλημμένον ἐκ τῆς Ὀδ. Τ. 395. (Ἂν καὶ κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ [[καίνω]], [[ὅμως]] φαίνεται ἀνῆκον [[μᾶλλον]] εἰς √ΚΑΔ, ἥτις ἀναφαίνεται ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. κέκαδμαι, κτλ.).
|lstext='''καίνυμαι''': ἀποθ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. δηλοῦντος τὸ κατά τι, ἐκαίνυτο φῦλ’ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι, ὑπερέβαινε πάσας τὰς φυλὰς τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν τέχνην τοῦ κυβερνᾶν [[πλοῖον]], «ἐκαίνυτο, [[πάνυ]] ἐνίκα» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 282˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, ἣ ῥα γυναικῶν [[φῦλον]] ἐκαίνυτο… εἴδεΐ τε μεγέθει τε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 4˙ πρβλ. [[ἀποκαίνυμαι]]. - Πλὴν τοῦ παρατ. τούτου, ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὸν παρακείμ. καὶ ὑπερσ. [[κέκασμαι]], ἐκεκάσμην, Δωρ. κέκαδμαι, [[ἅπερ]] κεῖνται ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματισθέντα ἐκ ῥήματος *κάζω (ἴδε ἐν τέλει˙ - ἐκάζοντο, καζόμενος ἀπαντῶσι παρὰ Νικήτ. ἐν Χρον. 120. 141): - ὑπερτερῶ τινα κατά τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ., ἐγχείῃ δ’ [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας καὶ Ἀχαιοὺς Ἰλ. Β. 530˙ ὃς ἡλικίην [[ἐκέκαστο]] ἔγχεΐ θ’ ἱπποσύνῃ τε, ὃς τοὺς ἥλικας ἐνίκα ἐν τῇ χρήσει τοῦ δόρατος καὶ τῇ ἱππικῇ, Π. 808˙ ὃς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] κλεπτοσύνῃ θ’ ὅρκῳ τε Ὀδ. Τ. 395 (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ.), πρβλ. Ἰλ. Υ. 35˙ μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ δοτ. πράγμ., ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] γνῶναι, ὑπερέβαινε τοὺς ὁμήλικας εἰς τὸ γιγνώσκειν, Ὀδ. Β. 158˙ [[οὕτως]], [[ἐκέκαστο]] ἰθύνειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 867, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀποκαίνυμαι]]: - οὕτω καὶ [[μετὰ]] δοτ. πράγμ. μόνον, δόλοισι κεκασμένε, ἔξοχε εἰς δόλους, Ἰλ. Δ. 339˙ παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Ὀδ. δ. 725, πρβλ. 815, Ι. 509, Ἰλ. Ε. 54˙ ἀγλαΐην, … [[μετὰ]] δμωῇσι κέκασσαι Ὀδ. Τ. 82˙ ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένος Οὐρανιώνων Ἡσ. Θ. 929˙ [[μετὰ]] γεν., τῶν σε, γέρον, πλούτῳ τε καὶ [[υἱάσι]] φασὶ κεκάσθαι, «τούτων πάντων, ὦ γέρον, πλούτῳ καὶ υἱοῖς φασί σε προέχειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 546˙ (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 535 στίχου: πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]], ἴδε ἐπικαίνυμαι): - οὕτω παρὰ ποιηταῖς μεθ’ Ὅμηρον, ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον, κεκοσμημένον, Πινδ. Ο. 1. 42˙ φρουραῖς κέκασται, [[εἶναι]] [[καλῶς]] ἐφωδιασμένος μὲ …, Εὐρ. Ἠλ. 616˙ πανουργίαις μείζοσι κεκασμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 685˙ καὶ ἀπολ., εὖ κεκασμένον [[δόρυ]], [[καλῶς]] ὡπλισμένος [[ὅμιλος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 766. - Ποιητ. [[ῥῆμα]]˙ [[διότι]] τὸ ἐν Πλάτ. Πολ. 334Β [[εἶναι]] εἰλημμένον ἐκ τῆς Ὀδ. Τ. 395. (Ἂν καὶ κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ [[καίνω]], [[ὅμως]] φαίνεται ἀνῆκον [[μᾶλλον]] εἰς √ΚΑΔ, ἥτις ἀναφαίνεται ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. κέκαδμαι, κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐκαινύμην, <i>pf.</i> [[κέκασμαι]], <i>pqp.</i> [[ἐκεκάσμην]];<br /><b>I.</b> briller;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> l’emporter sur : τινα [[νῆα]] κυβερνῆσαι OD sur qqn dans l’art de diriger un navire ; τινα [[γνῶναι]] IL sur qqn dans l’art de connaître, <i>ou simpl.</i> τινι, l’emporter en qch, exceller en qch;<br /><b>2</b> <i>au pf.</i> être en bon état : [[εὖ]] κεκασμένον [[δόρυ]] ESCHL armée bien équipée.<br />'''Étymologie:''' p. *κάδνυμαι, de la R. Καδ, prendre soin de ; cf. [[κήδω]].
}}
}}