Anonymous

κακοδαιμονάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοδαιμονάω''': κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. [[κακοδαιμονία]] ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.
|lstext='''κᾰκοδαιμονάω''': κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. [[κακοδαιμονία]] ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.<br />'''Étymologie:''' [[κακοδαίμων]].
}}
}}