Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρτερούντως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτερούντως''': Ἐπίρρ τοῦ [[καρτερέω]], [[μετὰ]] καρτερίας, ἰσχυρῶς, [[καρτερούντως]] ἀμυνομένου τὴν τύχην Πλάτ. Πολ. 399Β.
|lstext='''καρτερούντως''': Ἐπίρρ τοῦ [[καρτερέω]], [[μετὰ]] καρτερίας, ἰσχυρῶς, [[καρτερούντως]] ἀμυνομένου τὴν τύχην Πλάτ. Πολ. 399Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec courage, avec résolution, avec patience.<br />'''Étymologie:''' part. de [[καρτερέω]].
}}
}}