3,277,179
edits
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλιρρήμων''': -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ [[καλλιρρήμων]] [[λέξις]], καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk. | |lstext='''καλλιρρήμων''': -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ [[καλλιρρήμων]] [[λέξις]], καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui parle agréablement.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ῥῆμα]]. | |||
}} | }} |