Anonymous

καλλιρρήμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιρρήμων''': -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ [[καλλιρρήμων]] [[λέξις]], καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk.
|lstext='''καλλιρρήμων''': -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ [[καλλιρρήμων]] [[λέξις]], καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui parle agréablement.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ῥῆμα]].
}}
}}