καλλιρρήμων

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιρρήμων Medium diacritics: καλλιρρήμων Low diacritics: καλλιρρήμων Capitals: ΚΑΛΛΙΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: kallirrḗmōn Transliteration B: kallirrēmōn Transliteration C: kallirrimon Beta Code: kallirrh/mwn

English (LSJ)

καλλιρρήμον, gen. ονος, elegant, λέξις D.H.Comp.3; λέξεως μόρια ib.16.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui parle agréablement.
Étymologie: καλός, ῥῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιρρήμων: -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ καλλιρρήμων λέξις, καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk.

Greek Monolingual

καλλιρρήμων, -ον (Α)
κομψός, γλαφυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρρήμων < ῥῆμα < εἴρω (II) «λέγω»), πρβλ. βραχυρρήμων, μεγαλορρήμων].

Greek Monotonic

καλλιρρήμων: -ον (ῥῆμα), με γλαφυρή, κομψή γλώσσα.

Middle Liddell

ῥῆμα
in elegant language.

German (Pape)

ον, schön redend, Dion.Hal. vi Dem. 18.