Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπτύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπτύω''': μελλ. -ύσω, [[πτύω]] ἐπί τινος ἢ [[πρός]] τινα, ἰδίως ὡς [[σημεῖον]] βδελυγμοῦ καὶ [[καταφρονήσεως]], [[μετὰ]] γεν., τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; Δημ. 295. 8, πρβλ. Αἰσχίν. 64. 13· τῆς φιλοσοφίας κ. Λουκ. Κατάπλ. 12, κτλ.· οὕτω, κ. δωροδοκίας Αἰσχίν. 31. 31· πλούτου Λουκ. Ἰκαρ. 30· ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε -[[πτύω]].
|lstext='''καταπτύω''': μελλ. -ύσω, [[πτύω]] ἐπί τινος ἢ [[πρός]] τινα, ἰδίως ὡς [[σημεῖον]] βδελυγμοῦ καὶ [[καταφρονήσεως]], [[μετὰ]] γεν., τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; Δημ. 295. 8, πρβλ. Αἰσχίν. 64. 13· τῆς φιλοσοφίας κ. Λουκ. Κατάπλ. 12, κτλ.· οὕτω, κ. δωροδοκίας Αἰσχίν. 31. 31· πλούτου Λουκ. Ἰκαρ. 30· ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε -[[πτύω]].
}}
{{bailly
|btext=cracher sur, gén. ; <i>fig.</i> conspuer, mépriser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτύω]].
}}
}}