Anonymous

καταφαυλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφαυλίζω''': φαῦλον εὐτελές, ποταπὸν [[λέγω]] τι, καταφρονῶ, ὑποτιμῶ, καταφαυλίζων μου τὸ [[δεῖπνον]] Πλουτ. Ἀλέξ. 28, Εὐμάθ. 445.
|lstext='''καταφαυλίζω''': φαῦλον εὐτελές, ποταπὸν [[λέγω]] τι, καταφρονῶ, ὑποτιμῶ, καταφαυλίζων μου τὸ [[δεῖπνον]] Πλουτ. Ἀλέξ. 28, Εὐμάθ. 445.
}}
{{bailly
|btext=rendre mauvais <i>ou</i> méprisable, déprécier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαυλίζω]].
}}
}}