καταφαυλίζω
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
depreciate, Plu.Alex.28.
French (Bailly abrégé)
rendre mauvais ou méprisable, déprécier.
Étymologie: κατά, φαυλίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φαυλίζω verachten.
German (Pape)
geringschätzen, verachten, Plut. Alex. 28.
Russian (Dvoretsky)
καταφαυλίζω: представлять в дурном свете или презирать (τι Plut.).
Greek Monolingual
καταφαυλίζω (Α)
χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ].
Greek Monotonic
καταφαυλίζω: μέλ. -σω, καταφρονώ, περιφρονώ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταφαυλίζω: φαῦλον εὐτελές, ποταπὸν λέγω τι, καταφρονῶ, ὑποτιμῶ, καταφαυλίζων μου τὸ δεῖπνον Πλουτ. Ἀλέξ. 28, Εὐμάθ. 445.
Middle Liddell
fut. σω
to depreciate, Plut.