Anonymous

καταιβατός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταιβᾰτός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[καταβατός]], θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισι, δι’ ὧν οἱ ἄνθρωποι καταβαίνουσιν, Ὀδ. Ν. 110.
|lstext='''καταιβᾰτός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[καταβατός]], θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισι, δι’ ὧν οἱ ἄνθρωποι καταβαίνουσιν, Ὀδ. Ν. 110.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />par où l’on peut descendre.<br />'''Étymologie:''' *καταιβαίνω, c. [[καταβαίνω]].
}}
}}