3,274,216
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασχίζω''': μέλλ. -σχίσω, [[σχίζω]] τι ἐντελῶς, [[κατακόπτω]], κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ [[ῥάκος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· [[κατασχίζω]] τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2. | |lstext='''κατασχίζω''': μέλλ. -σχίσω, [[σχίζω]] τι ἐντελῶς, [[κατακόπτω]], κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ [[ῥάκος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· [[κατασχίζω]] τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=briser, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σχίζω]]. | |||
}} | }} |