Anonymous

κατερυκάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατερῡκάνω''': ᾰ ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.
|lstext='''κατερῡκάνω''': ᾰ ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[κατερύκω]].
}}
}}