Anonymous

κατόψομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατόψομαι''': μέλλ. τοῦ [[καθοράω]], (ἀόρ. [[κατεῖδον]]), Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2.
|lstext='''κατόψομαι''': μέλλ. τοῦ [[καθοράω]], (ἀόρ. [[κατεῖδον]]), Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=v. [[καθοράω]] <i>ou</i> *κατόπτομαι.
}}
}}