Anonymous

Κένταυρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κένταυρος''': ὁ, (ἐν Λουκ. Ζεύξιδι 4, [[ὡσαύτως]], ἡ). Ι. παρ’ Ὁμ. οἱ Κένταυροι [[εἶναι]] φυλὴ ἀγρία κατοικοῦσα μεταξὺ Πηλίου καὶ Ὄσσης, ἐξολοθρευθεῖσα ἔν τινι πολέμῳ πρὸς τοὺς γείτονας Λαπίθας, Ἰλ. Λ. 832, Ὀδ. Φ. 295, κἑξ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 184, Διόδ. 4. 70˙ πρβλ. Φήρ. ΙΙ. παρὰ Πινδ. Π. 2. 82, κἑξ., καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς παρίστανται ὡς τέρατα διφυῆ, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ ἵπποι· [[ὡσαύτως]] [[ἱπποκένταυρος]], ὃ ἴδε˙ κοινῶς καλοῦνται υἱοὶ τοῦ Ἰξίονος καὶ τῆς Νεφέλης, Διόδ. 4. 69˙ ([[ἐντεῦθεν]] nubigenae, Οὐεργ. Αἰν. 7. 674)˙ ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. φαίνεται ἀποδίδων τὴν πρὸς τὴν νεφέλην σχέσιν αὐτῶν εἰς τὴν φανταστικὴν αὐτῶν μορφήν, π. Ἐνυπνίων 3. 11˙ εὐφυέστατα ἑρμηνεύει ὁ Πλούτ. Διὰ τούτων τοὺς φιλοδόξους ἐν Ἄγ. 1. Ἡ μορφὴ φαίνεται οὖσα μυθικὴ [[παράστασις]] τῆς ἱππικῆς τέχνης. ΙΙΙ. = [[παιδεραστής]], ἐκ τῆς κτηνώδους σαρκικῆς διαθέσεως ἥτις τοῖς Κενταύροις ἀπεδίδετο, Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] καί, 2) τὰ αἰδοῖα, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 14. (Κοινῶς νομίζεται σύνθετον ἐκ τοῦ [[κεντέω]], καὶ [[ταῦρος]], [[ἐπειδὴ]] ἦσαν ἔφιπποι βουκόλοι, ἴδε Serv. Ουεργ. Γεωρ. 3. 115˙ ἀλλὰ [[τότε]] τὸ σύνθετον ἔδει νὰ ᾖ Ταυροκέντης˙ καὶ [[ἀξία]] προσοχῆς [[εἶναι]] ἡ [[εἰκασία]] τοῦ Grashof,- ὅτι τὸ -αυρος [[εἶναι]] [[κατάληξις]] ὡς ἐν τοῖς [[θησαυρός]], [[λάσταυρος]], [[ὥστε]] [[Κένταυρος]] θὰ ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] τὸν κεντοῦντα, τὸν αἰχμητήν).
|lstext='''Κένταυρος''': ὁ, (ἐν Λουκ. Ζεύξιδι 4, [[ὡσαύτως]], ἡ). Ι. παρ’ Ὁμ. οἱ Κένταυροι [[εἶναι]] φυλὴ ἀγρία κατοικοῦσα μεταξὺ Πηλίου καὶ Ὄσσης, ἐξολοθρευθεῖσα ἔν τινι πολέμῳ πρὸς τοὺς γείτονας Λαπίθας, Ἰλ. Λ. 832, Ὀδ. Φ. 295, κἑξ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 184, Διόδ. 4. 70˙ πρβλ. Φήρ. ΙΙ. παρὰ Πινδ. Π. 2. 82, κἑξ., καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς παρίστανται ὡς τέρατα διφυῆ, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ ἵπποι· [[ὡσαύτως]] [[ἱπποκένταυρος]], ὃ ἴδε˙ κοινῶς καλοῦνται υἱοὶ τοῦ Ἰξίονος καὶ τῆς Νεφέλης, Διόδ. 4. 69˙ ([[ἐντεῦθεν]] nubigenae, Οὐεργ. Αἰν. 7. 674)˙ ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. φαίνεται ἀποδίδων τὴν πρὸς τὴν νεφέλην σχέσιν αὐτῶν εἰς τὴν φανταστικὴν αὐτῶν μορφήν, π. Ἐνυπνίων 3. 11˙ εὐφυέστατα ἑρμηνεύει ὁ Πλούτ. Διὰ τούτων τοὺς φιλοδόξους ἐν Ἄγ. 1. Ἡ μορφὴ φαίνεται οὖσα μυθικὴ [[παράστασις]] τῆς ἱππικῆς τέχνης. ΙΙΙ. = [[παιδεραστής]], ἐκ τῆς κτηνώδους σαρκικῆς διαθέσεως ἥτις τοῖς Κενταύροις ἀπεδίδετο, Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] καί, 2) τὰ αἰδοῖα, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 14. (Κοινῶς νομίζεται σύνθετον ἐκ τοῦ [[κεντέω]], καὶ [[ταῦρος]], [[ἐπειδὴ]] ἦσαν ἔφιπποι βουκόλοι, ἴδε Serv. Ουεργ. Γεωρ. 3. 115˙ ἀλλὰ [[τότε]] τὸ σύνθετον ἔδει νὰ ᾖ Ταυροκέντης˙ καὶ [[ἀξία]] προσοχῆς [[εἶναι]] ἡ [[εἰκασία]] τοῦ Grashof,- ὅτι τὸ -αυρος [[εἶναι]] [[κατάληξις]] ὡς ἐν τοῖς [[θησαυρός]], [[λάσταυρος]], [[ὥστε]] [[Κένταυρος]] θὰ ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] τὸν κεντοῦντα, τὸν αἰχμητήν).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[οἱ]] Κένταυροι les Centaures, <i>peuple de Thessalie</i>;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> centaure, monstre moitié homme, moitié cheval;<br /><b>3</b> <i>pudenda</i> Théop..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}