Anonymous

κεντρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[κεντέω]], διὰ τοῦ κέντρου [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6˙ μεταφορ., [[ἔρως]] κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24˙ [[ἔπαινος]] κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. [[ἐγκεντρίζω]], ἐμβολίζω, Ἐκκλ.
|lstext='''κεντρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[κεντέω]], διὰ τοῦ κέντρου [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6˙ μεταφορ., [[ἔρως]] κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24˙ [[ἔπαινος]] κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. [[ἐγκεντρίζω]], ἐμβολίζω, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=aiguillonner.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]].
}}
}}