Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατόχιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατόχῐμος''': [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κατοκώχιμος]] (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως [[κατάσχετος]], Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.
|lstext='''κατόχῐμος''': [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κατοκώχιμος]] (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως [[κατάσχετος]], Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> possédé, occupé;<br /><b>2</b> possédé par un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[κάτοχος]].
}}
}}