Anonymous

κινέω: Difference between revisions

From LSJ
2,414 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 19: Line 19:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑνέω''': μέλλ. -ήσω, Ἀττ.: ἀόρ. ἐκίνησα, Ἐπικ. κίνησα Ἰλ. Ψ. 730, κτλ. ― Μέσ. καὶ Παθ., μέλλ. κινήσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασ.) Πλάτ. Θεαίτ. 182C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] -ηθήσομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 796, Πλάτ. Πολ. 545D, Δημ. 124. 11, κτλ.· ἀόριστ. μέσ. (Ἐπικ.) κινήσαντο Ὀππ. Κυν. 2. 582· ἀόρ. παθ. ἐκινήθην Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐκίνηθεν Ἰλ. Π. 280. πρκμ. κεκίνημαι Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΚΙ, κίω, πηγαίνω, ἥτις γίνεται μεταβατικὴ ἐν τῷ κινέω, κίνυμαι· πρβλ. Σανσκρ. śi (acuere), śin-utê (κίνυται)· Λατ. ci-o, ci-eo, ci-tus, ex-ci-to, κτλ. καὶ [[ἴσως]] κῖκυς, κικύω) ῑ ἐν τῷ [[κινέω]], [[κίνυμαι]], [[κινύσσομαι]], [[κίνυγμα]], κτλ.· ἀλλὰ ῐ ἐν τῷ [[κινάθισμα]]. Κάμνω τι νὰ κινηθῇ, ἄγε κινήσας, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ ὁδηγοῦντος τὰς ψυχάς, Ὀδ. Ω. 5· καὶ [[οὕτως]] [[ἁπλῶς]] κινῶ, [[οὐδέ]] τι κινῆσαι μελέων ἦν Θ. 298· κ. θύρας Χ. 394· κ. κάρη Ἰλ. Ρ. 442, κτλ.· [[Ζέφυρος]] κ. λήϊον Β. 147· κ. [[ὄμμα]] Σοφ. Φιλ. 866· [[πόδα]] Εὐρ. Ἑκ. 940, κτλ.· κ. γῆν, δηλ. ἀροτριῶ αὐτήν, Ξεν. Οἰκ. 16, 11· κ. [[δόρυ]], ἐπὶ πολεμιστοῦ μέλλοντος νὰ προσβάλῃ τινά, Εὐρ. Ἀνδρ. 607· οὕτω, κ. στρατιὰν ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 19, πρβλ. Φοιν. 107· κ. ὅπλα Θουκ. 1. 82, Δημ. 216. 8. 2) κινῶ ἢ μετακινῶ τι ἐκ τῆς θέσεώς του, ἀνδριάντα Ἡρόδ. 6. 183· γῆς ὅρια Πλάτ. Νόμ. 842E· κ. τὰ ἀκίνητα, ἀναμιγνύομαι εἰς πράγματα ἱερὰ, Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1526, Ἀντ. 1061, Θουκ. 4. 98· οὕτω, κ. τὰ χρήματα ἐς [[ἄλλο]] τι, μεταχειρίζομαι αὐτὰ εἰς ἄλλον σκοπόν, ὁ αὐτ. 2. 24· κ. τῶν χρημάτων ὁ αὐτ. 1. 143., 6. 70· ― κ. τὸ [[στρατόπεδον]], Λατ. castra movere, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 27, κτλ.· (κινεῖν μόνον, Πολύβ. 2. 54, 2, κτλ.)· ― [[μεταβάλλω]], [[νεωτερίζω]], [[μετατρέπω]] ἐπὶ τὸ νεώτερον, τὰ νόμαια Ἡρόδ. 3. 80· καὶ ἀπολ., [[κάμνω]] μεταβολήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4. ΙΙ. διαταράττω, ἐπὶ φωλεᾶς σφηκῶν, τοὺς δ’ [[εἴπερ]] τις... κινήσῃ [[ἀέκων]] Ἰλ. Π. 264· κ. τινα ἐξ ὕπνου Εὐρ. Βάκχ. 690· [[διεγείρω]], [[φόβος]] κ. τινα Αἰσχύλ. Χο. 289· φυγάδα πρόδρομον κινήσασα, ἐξωθήσασα αὐτὸν εἰς ταχεῖαν φυγήν, Σοφ. Ἀντ. 109· κ. ἐπιρρόθοις κακοῖς, [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, [[αὐτόθι]] 413 (πρβλ. [[ἐξίστημι]]). [[μάτηρ]] κ. κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον Εὐρ. Μήδ. 99· ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολήν... ζέσαι Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐπιδ.» 1· κ· τινα, παρακινῶ, παρορμῶ τινα νὰ ὁμιλήσῃ, Πλάτ. Πολ. 329D, Λυσ· 223A, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2 (πρβλ. [[ὑποκινέω]])· κ. πολλὰ καὶ ἄτοπα, ὑποκινῶ, [[προκαλῶ]] ἐρωτήσεις, Πλάτ. Θεαίτ. 163A. ― Παθ., Σοφ. Ο. Κ. 1527· κινεῖται γὰρ [[εὐθύς]] μου [[χολή]], ἡ [[χολή]] μου ἀναταράττεται, Φερεκρ. ἐν «Κορ.» 3· κινεῖσθαι [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 8, 1. 2) θέτω εἰς κίνησιν, [[παράγω]], προξενῶ, [[ἀρχίζω]], [[προκαλῶ]], φθέγματα Σοφ. Ἠλ. 18· [[στόμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1276· μῦθον Εὐρ. Ἠλ. 302· λόγον [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 450A· κ. ὀδύνην Σοφ. Τρ. 676· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 636· πόλεμον, πολέμους Θουκ. 6. 34, Πλάτ. Πολ. 566E. 3) Παροιμ., κ. πᾶν [[χρῆμα]], κινῶ πάντα λίθον, [[δοκιμάζω]] κατὰ πάντα τρόπον, Ἡρόδ. 5. 96. Β. Παθ., τίθεμαι εἰς κίνησιν, κινοῦμαι, πορεύομαι, Ἰλ. Α. 47· κινηθεὶς ἐπῄει Πινδ. Ἀποσπ. 70· [[καθόλου]], κινοῦμαι, συγκινοῦμαι, ἀναταράττομαι, κινήθη [[ἀγορή]], ἐκίνηθεν φάλαγγες Ἰλ. Β. 144, Π. 280· ἐπὶ σεισμοῦ, ἐκινήθη [[Δῆλος]] Ἡρόδ. 6. 98, Θουκ. 2. 8· [[θύελλα]] κινηθεῖσα Σοφ. Ο. Κ. 1660· τί κεκίνηται; τί σημαίνει ([[εἶναι]]) ἡ [[κίνησις]] αὕτη; Εὐρ. Ἀνδρ. 1226· κινούμενα, ἐν κινήσει, Πλάτ. Νόμ. 797Β· ὁ κεκινημένος, ὁ ἐν συγκινήσει ὤν, ἐξεγηγερμένος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245Β. 2) ἐπὶ ὀρχήσεως, ὡς τὸ Λατ. moveri, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 656A, κτλ. 3) κινοῦμαι ἐμπρός, ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1371, Εὐρ. Ρῆσ. 139, Φοίν. 109, Ξεν., κλ. 4) διατελῶ ἐν κινήσει ἢ ἐν ἀποστασίᾳ, Δίων Κ. 5) κεκινημένος [[περί]] τι, Λατ. versatus in..., Πλάτ. 908D.
|lstext='''κῑνέω''': μέλλ. -ήσω, Ἀττ.: ἀόρ. ἐκίνησα, Ἐπικ. κίνησα Ἰλ. Ψ. 730, κτλ. ― Μέσ. καὶ Παθ., μέλλ. κινήσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασ.) Πλάτ. Θεαίτ. 182C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] -ηθήσομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 796, Πλάτ. Πολ. 545D, Δημ. 124. 11, κτλ.· ἀόριστ. μέσ. (Ἐπικ.) κινήσαντο Ὀππ. Κυν. 2. 582· ἀόρ. παθ. ἐκινήθην Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐκίνηθεν Ἰλ. Π. 280. πρκμ. κεκίνημαι Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΚΙ, κίω, πηγαίνω, ἥτις γίνεται μεταβατικὴ ἐν τῷ κινέω, κίνυμαι· πρβλ. Σανσκρ. śi (acuere), śin-utê (κίνυται)· Λατ. ci-o, ci-eo, ci-tus, ex-ci-to, κτλ. καὶ [[ἴσως]] κῖκυς, κικύω) ῑ ἐν τῷ [[κινέω]], [[κίνυμαι]], [[κινύσσομαι]], [[κίνυγμα]], κτλ.· ἀλλὰ ῐ ἐν τῷ [[κινάθισμα]]. Κάμνω τι νὰ κινηθῇ, ἄγε κινήσας, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ ὁδηγοῦντος τὰς ψυχάς, Ὀδ. Ω. 5· καὶ [[οὕτως]] [[ἁπλῶς]] κινῶ, [[οὐδέ]] τι κινῆσαι μελέων ἦν Θ. 298· κ. θύρας Χ. 394· κ. κάρη Ἰλ. Ρ. 442, κτλ.· [[Ζέφυρος]] κ. λήϊον Β. 147· κ. [[ὄμμα]] Σοφ. Φιλ. 866· [[πόδα]] Εὐρ. Ἑκ. 940, κτλ.· κ. γῆν, δηλ. ἀροτριῶ αὐτήν, Ξεν. Οἰκ. 16, 11· κ. [[δόρυ]], ἐπὶ πολεμιστοῦ μέλλοντος νὰ προσβάλῃ τινά, Εὐρ. Ἀνδρ. 607· οὕτω, κ. στρατιὰν ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 19, πρβλ. Φοιν. 107· κ. ὅπλα Θουκ. 1. 82, Δημ. 216. 8. 2) κινῶ ἢ μετακινῶ τι ἐκ τῆς θέσεώς του, ἀνδριάντα Ἡρόδ. 6. 183· γῆς ὅρια Πλάτ. Νόμ. 842E· κ. τὰ ἀκίνητα, ἀναμιγνύομαι εἰς πράγματα ἱερὰ, Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1526, Ἀντ. 1061, Θουκ. 4. 98· οὕτω, κ. τὰ χρήματα ἐς [[ἄλλο]] τι, μεταχειρίζομαι αὐτὰ εἰς ἄλλον σκοπόν, ὁ αὐτ. 2. 24· κ. τῶν χρημάτων ὁ αὐτ. 1. 143., 6. 70· ― κ. τὸ [[στρατόπεδον]], Λατ. castra movere, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 27, κτλ.· (κινεῖν μόνον, Πολύβ. 2. 54, 2, κτλ.)· ― [[μεταβάλλω]], [[νεωτερίζω]], [[μετατρέπω]] ἐπὶ τὸ νεώτερον, τὰ νόμαια Ἡρόδ. 3. 80· καὶ ἀπολ., [[κάμνω]] μεταβολήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4. ΙΙ. διαταράττω, ἐπὶ φωλεᾶς σφηκῶν, τοὺς δ’ [[εἴπερ]] τις... κινήσῃ [[ἀέκων]] Ἰλ. Π. 264· κ. τινα ἐξ ὕπνου Εὐρ. Βάκχ. 690· [[διεγείρω]], [[φόβος]] κ. τινα Αἰσχύλ. Χο. 289· φυγάδα πρόδρομον κινήσασα, ἐξωθήσασα αὐτὸν εἰς ταχεῖαν φυγήν, Σοφ. Ἀντ. 109· κ. ἐπιρρόθοις κακοῖς, [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, [[αὐτόθι]] 413 (πρβλ. [[ἐξίστημι]]). [[μάτηρ]] κ. κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον Εὐρ. Μήδ. 99· ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολήν... ζέσαι Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐπιδ.» 1· κ· τινα, παρακινῶ, παρορμῶ τινα νὰ ὁμιλήσῃ, Πλάτ. Πολ. 329D, Λυσ· 223A, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2 (πρβλ. [[ὑποκινέω]])· κ. πολλὰ καὶ ἄτοπα, ὑποκινῶ, [[προκαλῶ]] ἐρωτήσεις, Πλάτ. Θεαίτ. 163A. ― Παθ., Σοφ. Ο. Κ. 1527· κινεῖται γὰρ [[εὐθύς]] μου [[χολή]], ἡ [[χολή]] μου ἀναταράττεται, Φερεκρ. ἐν «Κορ.» 3· κινεῖσθαι [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 8, 1. 2) θέτω εἰς κίνησιν, [[παράγω]], προξενῶ, [[ἀρχίζω]], [[προκαλῶ]], φθέγματα Σοφ. Ἠλ. 18· [[στόμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1276· μῦθον Εὐρ. Ἠλ. 302· λόγον [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 450A· κ. ὀδύνην Σοφ. Τρ. 676· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 636· πόλεμον, πολέμους Θουκ. 6. 34, Πλάτ. Πολ. 566E. 3) Παροιμ., κ. πᾶν [[χρῆμα]], κινῶ πάντα λίθον, [[δοκιμάζω]] κατὰ πάντα τρόπον, Ἡρόδ. 5. 96. Β. Παθ., τίθεμαι εἰς κίνησιν, κινοῦμαι, πορεύομαι, Ἰλ. Α. 47· κινηθεὶς ἐπῄει Πινδ. Ἀποσπ. 70· [[καθόλου]], κινοῦμαι, συγκινοῦμαι, ἀναταράττομαι, κινήθη [[ἀγορή]], ἐκίνηθεν φάλαγγες Ἰλ. Β. 144, Π. 280· ἐπὶ σεισμοῦ, ἐκινήθη [[Δῆλος]] Ἡρόδ. 6. 98, Θουκ. 2. 8· [[θύελλα]] κινηθεῖσα Σοφ. Ο. Κ. 1660· τί κεκίνηται; τί σημαίνει ([[εἶναι]]) ἡ [[κίνησις]] αὕτη; Εὐρ. Ἀνδρ. 1226· κινούμενα, ἐν κινήσει, Πλάτ. Νόμ. 797Β· ὁ κεκινημένος, ὁ ἐν συγκινήσει ὤν, ἐξεγηγερμένος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245Β. 2) ἐπὶ ὀρχήσεως, ὡς τὸ Λατ. moveri, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 656A, κτλ. 3) κινοῦμαι ἐμπρός, ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1371, Εὐρ. Ρῆσ. 139, Φοίν. 109, Ξεν., κλ. 4) διατελῶ ἐν κινήσει ἢ ἐν ἀποστασίᾳ, Δίων Κ. 5) κεκινημένος [[περί]] τι, Λατ. versatus in..., Πλάτ. 908D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κινήσω, <i>ao.</i> ἐκίνησα, <i>pf.</i> κεκίνηκα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mouvoir, mettre en mouvement, remuer, agiter, acc. : ὅπλα THC mettre en mouvement, <i>càd</i> prendre sa lance, ses armes ; <i>◊ prov.</i> κινεῖν [[πᾶν]] [[χρῆμα]] HDT mettre en mouvement tous les moyens, <i>càd</i> remuer ciel et terre ; <i>◊ prov.</i> κινεῖν τὰ ἀκίνητα HDT remuer ce qu’il ne faut pas remuer, <i>càd</i> employer tous les moyens <i>ou</i> faire l’impossible;<br /><b>2</b> déplacer, changer de place, acc. : ἀνδριάντα HDT une statue ; <i>fig.</i> τὰ χρήματα [[ἐς]] ἄλλο [[τι]] THC employer de l’argent à qqe autre entreprise ; κινεῖν [[τῶν]] χρημάτων THC emporter une partie de l’argent (d’Olympie, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> mouvoir <i>ou</i> déplacer violemment, agiter, troubler : σφῆκας IL des guêpes ; <i>fig.</i> [[φόβος]] κινεῖ ESCHL la crainte trouble ; presser, poursuivre ; κινεῖν φυγάδα SOPH poursuivre un fugitif, presser sa fuite ; κινεῖν ἐπιρρόθοις κακοῖσιν SOPH assaillir de maux;<br /><b>4</b> <i>sans idée de violence</i> pousser légèrement, toucher du doigt;<br /><b>5</b> exciter, stimuler : κακά SOPH causer des maux;<br /><b>6</b> mettre en mouvement ; produire au dehors : λόγῳ κινεῖν ἐξάγιστα SOPH révéler des mystères sacrés;<br /><b>7</b> remuer, bouleverser, changer ; νόμαια πάτρια HDT les coutumes des ancêtres ; τὰ καθεστῶτα ISOCR les coutumes, les institutions, le gouvernement établi;<br /><b>8</b> <i>c.</i> [[βινέω]] AR;<br /><b>II.</b> <i>intr. (s.e.</i> [[στρατόπεδον]] <i>ou</i> στρατόν) lever le camp, marcher en avant;<br /><i><b>Pass.-Moy.</b> (f.</i> κινήσομαι <i>ou</i> κινηθήσομαι <i>et ao.</i> ἐκινήθην <i>au sens Moy.</i>) se mouvoir, <i>càd</i> se mettre en mouvement, s’ébranler <i>en parl. de troupes</i> : κ. [[ἐκ]] τῆς τάξεως XÉN se déplacer de son rang, quitter son rang ; <i>en gén.</i> aller, marcher : πρὸς [[ἄστυ]] SOPH vers la ville.<br />'''Étymologie:''' R. κιν, développement de la R. κι, mouvoir, &gt; [[κίω]], aller, cf. <i>lat.</i> cio, cieo.
}}
}}