Anonymous

κίκω: Difference between revisions

From LSJ
123 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίκω''': [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ σπαν. Δωρ. ἀορ. α΄ ἔκιξα, = [[ἤνεγκα]], Ἀνθ. Π. 15. 27· «κίξατο· εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν» Ἡσύχ. ([[ὅστις]] [[ὡσαύτως]] μνημονεύει καὶ τὸ «κίξαντες· ἐλθόντες»)· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 869, εὑρίσκομεν ἀπέκιξαν, ἀπέπεμψαν, ἀπετίναξαν. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὸν τύπον εἰς τὴν √ΚΙ τοῦ κίω, [[κινέω]]).
|lstext='''κίκω''': [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ σπαν. Δωρ. ἀορ. α΄ ἔκιξα, = [[ἤνεγκα]], Ἀνθ. Π. 15. 27· «κίξατο· εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν» Ἡσύχ. ([[ὅστις]] [[ὡσαύτως]] μνημονεύει καὶ τὸ «κίξαντες· ἐλθόντες»)· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 869, εὑρίσκομεν ἀπέκιξαν, ἀπέπεμψαν, ἀπετίναξαν. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὸν τύπον εἰς τὴν √ΚΙ τοῦ κίω, [[κινέω]]).
}}
{{bailly
|btext=mettre en route, faire aller.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀποκίκω]] -- DELG [[κιχάνω]].
}}
}}