Anonymous

κοπίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπίς''': -ίδος, ἡ, ([[κόπτω]]) [[μάχαιρα]] ἀξινοειδὴς τοῦ μαγειρείου, Τουρκ. «σατῆρι», Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 184, κτλ., πρβλ. [[θήγω]] ΙΙ· [[πλατεῖα]] κυρτὴ [[μάχαιρα]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς, Εὐρ. Ἑλ. 837· καὶ παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς ἔθνεσι, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9., 6. 2, 10 (πρβλ. [[σάγαρις]])· [[ὡσαύτως]], κ. [[μάχαιρα]] Εὐρ. Κύκλ. 241· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 602, ἴδε [[καταμάω]]· ― ὁ Δημ. συνείθιζε νὰ καλῇ τὸν Φωκίωνα ἡ τῶν ἐμῶν λόγων [[κοπίς]], Πλουτ. Φωκ. 5. ΙΙ. κέντροιο κ., τὸ [[κέντρον]] σκορπίου, Νικ. Θηρ. 780. ΙΙ. παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, [[ἑστίασις]] τῶν ξένων κατά τινας ἑορτάς, ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1, Εὔπολ, ἐν «Εἵλωσιν» 1, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 7.
|lstext='''κοπίς''': -ίδος, ἡ, ([[κόπτω]]) [[μάχαιρα]] ἀξινοειδὴς τοῦ μαγειρείου, Τουρκ. «σατῆρι», Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 184, κτλ., πρβλ. [[θήγω]] ΙΙ· [[πλατεῖα]] κυρτὴ [[μάχαιρα]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς, Εὐρ. Ἑλ. 837· καὶ παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς ἔθνεσι, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9., 6. 2, 10 (πρβλ. [[σάγαρις]])· [[ὡσαύτως]], κ. [[μάχαιρα]] Εὐρ. Κύκλ. 241· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 602, ἴδε [[καταμάω]]· ― ὁ Δημ. συνείθιζε νὰ καλῇ τὸν Φωκίωνα ἡ τῶν ἐμῶν λόγων [[κοπίς]], Πλουτ. Φωκ. 5. ΙΙ. κέντροιο κ., τὸ [[κέντρον]] σκορπίου, Νικ. Θηρ. 780. ΙΙ. παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, [[ἑστίασις]] τῶν ξένων κατά τινας ἑορτάς, ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1, Εὔπολ, ἐν «Εἵλωσιν» 1, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 7.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> couteau de sacrifice <i>ou</i> de cuisine;<br /><b>2</b> épée courte et tranchante des Orientaux.<br />'''Étymologie:''' R. Κοπ, v. [[κόπτω]].
}}
}}