Anonymous

κοπή: Difference between revisions

From LSJ
197 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπή''': ἡ, [[κτύπος]], [[κτύπημα]], [[σύγκρουσις]], τῶν νεφῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 7. 2) [[σύντριψις]], κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 67. 3) [[τομή]], [[κατατομή]], [[φόνος]], [[σφαγή]], Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 1. ΙΙ. = [[κόπος]] ΙΙ, φλοίσβου [[μετὰ]] κοπὴν Σοφ. Ἀποσπ. 380.
|lstext='''κοπή''': ἡ, [[κτύπος]], [[κτύπημα]], [[σύγκρουσις]], τῶν νεφῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 7. 2) [[σύντριψις]], κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 67. 3) [[τομή]], [[κατατομή]], [[φόνος]], [[σφαγή]], Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 1. ΙΙ. = [[κόπος]] ΙΙ, φλοίσβου [[μετὰ]] κοπὴν Σοφ. Ἀποσπ. 380.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incision;<br /><b>2</b> choc;<br /><b>3</b> action de piler dans un mortier;<br /><b>4</b> meurtre, carnage.<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]].
}}
}}