Anonymous

κορώνεως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορώνεως''': -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα [[χρῶμα]] κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. [[κοράκεως]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κορώνεως]]· ἀμπέλου ἢ συκῆς [[εἶδος]]».
|lstext='''κορώνεως''': -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα [[χρῶμα]] κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. [[κοράκεως]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κορώνεως]]· ἀμπέλου ἢ συκῆς [[εἶδος]]».
}}
{{bailly
|btext=ω;<br /><i>adj. f.</i><br />à fruits noirs (figuier, raisin).<br />'''Étymologie:''' [[κορώνη]]¹.
}}
}}