κορώνεως
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
(sc. συκῆ), ἡ, a fig of raven-grey colour, Ar.Pax628.
French (Bailly abrégé)
ω;
adj. f.
à fruits noirs (figuier, raisin).
Étymologie: κορώνη¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορώνεως -ω, ὁ [κορώνη] zwarte vijg.
German (Pape)
ω, συκῆ, ἡ, von der Farbe benannt, krähenfarbige, graue Feige; Ar. Pax 611; ἰσχάς Poll. 6.81; auch σταφυλή, id. 6.82; vgl. κορωναῖος; auch v.l. der mss. bei Ar. κορώναιον.
Russian (Dvoretsky)
κορώνεως: ω adj. f черная как ворона (συκῆ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κορώνεως: -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα χρῶμα κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. κοράκεως. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κορώνεως· ἀμπέλου ἢ συκῆς εἶδος».
Greek Monolingual
κορώνεως, -ω, ἡ (Α)
συκιά που έχει χρώμα κουρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα -εως (πρβλ. κανθάρεως, χελιδόνεως)].
Middle Liddell
κορώνεως συκῆ, ἡ, a fig of raven-gray colour, Ar. [from κορώνη