Anonymous

κρέας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρέας''': τό, Δωρ. κρῆς, (ὃ ἴδε) Ἐπικ. κρεῖας Ἀναν. παρ’ Ἀθην. 282Β· Ἀττ. γεν. κρέως Σοφ. Ἀποσπ. 650a, Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· ― πληθ., κρέα· Ἀττ. γεν. [[κρεῶν]] Ὀδ. Ο. 98, Ἡρόδ. 1. 73, Ἀττ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἀλλαχοῦ Ἐπικ. [[κρειῶν]]· κρεάων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 130· δοτ. κρέασι Ἰλ. Μ. 311, κρέεσσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ πληθ. κρέατα. κρέᾰ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς Elmsl. εἰς Ἀχ. 1049· [[ὅθεν]] καὶ ἡ [[ἔκθλιψις]] κρέ’ Ὀδ. Γ. 65, 470, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558· ― ἀλλὰ κρέᾱ (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, 1, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[κρέας]]. Ὡς καὶ νῦν, [[τεμάχιον]] σαρκός, Ὀδ. Θ. 477, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1137· ἄρνειον κρ. Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1, 4· ἐρίφειον Ἀντιφ. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 6· [[τρία]] κρέα ἢ καὶ πλέα Ξεν. Κύρ. 2.2, 2· τέτταρα κρέα… μικρά Ἀντιφ. ἐν «Οἰνομάῳ» 1, 3· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν περιληπτικῇ [[σημασία]], [[κρέας]] μεμαγειρευμένον, παρεσκευασμένον, [[ἔδεσμα]] ἐκ κρέατος, Ὁμ., κτλ.· κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23· κρέα ἀνάβραστα, ὠπτημένα Ἀριστοφ. Βάτρ. 553, Πλ. 894· κρ. ὀρνίθεια Νεφ. 339· βοῶν Εἰρ. 1280· βόεια Πλάτ. Πολ. 338C· δαῖτα παιδείων [[κρεῶν]] Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1242, 1593. 2) [[σῶμα]]· [[ἐντεῦθεν]], [[ἄνθρωπος]], Σοφ. Ἀποσπ. 650a (ἐκ σατυρικοῦ δράματος)· καὶ [[οὕτως]] ἐν κωμ. προφωνήσεσιν, ὡς τὸ [[κεφαλή]], ὦ δεξιώτατον [[κρέας]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 421, πρβλ. 457· παροιμ., [[λαγὼς]] τὸν περὶ [[κρεῶν]] δρόμον τρέχει, νὰ σώσῃ «τὸ τσιτσί του ἢ «τὸ πετσί του», Παροιμιογρ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1087· καὶ οὕτω πιθ. [[ἑρμηνευτέον]] τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 191, τὸν περὶ [[κρεῶν]] νεναυμάχηκε, ἀλλ’ ἴδε Σχολ. (Ἐκ τῶν εἰς ει τύπων γεν. πληθ., [[κρειῶν]], [[κρεῖον]], κτλ. πρβλ. πρὸς τὸ Σανσκρ. κρεFj· πρβλ. Λατ. caro· Ἀρχ. Σκανδιν. hrœ, Ἀγγλο-Σαξον. hreaw, Ἀρχ. Γερμ. hreô ([[πτῶμα]]).)
|lstext='''κρέας''': τό, Δωρ. κρῆς, (ὃ ἴδε) Ἐπικ. κρεῖας Ἀναν. παρ’ Ἀθην. 282Β· Ἀττ. γεν. κρέως Σοφ. Ἀποσπ. 650a, Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· ― πληθ., κρέα· Ἀττ. γεν. [[κρεῶν]] Ὀδ. Ο. 98, Ἡρόδ. 1. 73, Ἀττ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἀλλαχοῦ Ἐπικ. [[κρειῶν]]· κρεάων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 130· δοτ. κρέασι Ἰλ. Μ. 311, κρέεσσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ πληθ. κρέατα. κρέᾰ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς Elmsl. εἰς Ἀχ. 1049· [[ὅθεν]] καὶ ἡ [[ἔκθλιψις]] κρέ’ Ὀδ. Γ. 65, 470, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558· ― ἀλλὰ κρέᾱ (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, 1, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[κρέας]]. Ὡς καὶ νῦν, [[τεμάχιον]] σαρκός, Ὀδ. Θ. 477, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1137· ἄρνειον κρ. Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1, 4· ἐρίφειον Ἀντιφ. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 6· [[τρία]] κρέα ἢ καὶ πλέα Ξεν. Κύρ. 2.2, 2· τέτταρα κρέα… μικρά Ἀντιφ. ἐν «Οἰνομάῳ» 1, 3· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν περιληπτικῇ [[σημασία]], [[κρέας]] μεμαγειρευμένον, παρεσκευασμένον, [[ἔδεσμα]] ἐκ κρέατος, Ὁμ., κτλ.· κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23· κρέα ἀνάβραστα, ὠπτημένα Ἀριστοφ. Βάτρ. 553, Πλ. 894· κρ. ὀρνίθεια Νεφ. 339· βοῶν Εἰρ. 1280· βόεια Πλάτ. Πολ. 338C· δαῖτα παιδείων [[κρεῶν]] Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1242, 1593. 2) [[σῶμα]]· [[ἐντεῦθεν]], [[ἄνθρωπος]], Σοφ. Ἀποσπ. 650a (ἐκ σατυρικοῦ δράματος)· καὶ [[οὕτως]] ἐν κωμ. προφωνήσεσιν, ὡς τὸ [[κεφαλή]], ὦ δεξιώτατον [[κρέας]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 421, πρβλ. 457· παροιμ., [[λαγὼς]] τὸν περὶ [[κρεῶν]] δρόμον τρέχει, νὰ σώσῃ «τὸ τσιτσί του ἢ «τὸ πετσί του», Παροιμιογρ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1087· καὶ οὕτω πιθ. [[ἑρμηνευτέον]] τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 191, τὸν περὶ [[κρεῶν]] νεναυμάχηκε, ἀλλ’ ἴδε Σχολ. (Ἐκ τῶν εἰς ει τύπων γεν. πληθ., [[κρειῶν]], [[κρεῖον]], κτλ. πρβλ. πρὸς τὸ Σανσκρ. κρεFj· πρβλ. Λατ. caro· Ἀρχ. Σκανδιν. hrœ, Ἀγγλο-Σαξον. hreaw, Ἀρχ. Γερμ. hreô ([[πτῶμα]]).)
}}
{{bailly
|btext=(τὸ), <i>gén.</i> κρέατος = <i>att.</i> κρέως ; <i>plur.</i> τὰ κρέατα = [[κρέα]], <i>gén.</i> κρεάτων = κρεῶν;<br /><b>1</b> chair, <i>particul.</i> chair à manger, <i>au sg.</i> morceau de viande ; [[τρία]] [[κρέα]] ἢ καὶ [[πλέα]] XÉN trois portions de viande ou plus ; τὰ [[κρέα]] viandes, morceaux de viande;<br /><b>2</b> corps.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> cruor.
}}
}}