Anonymous

κνισώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνῑσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) «ἀχνίζων» καὶ εὐωδιάζων ὡς ὀπτὸν [[κρέας]], [[λιπαρός]], [[παχύς]], [[ἀπίμελος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20· ― μεταφορ., ἀμαυρὸν καὶ κν. Πλούτ. 2. 1088F.
|lstext='''κνῑσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) «ἀχνίζων» καὶ εὐωδιάζων ὡς ὀπτὸν [[κρέας]], [[λιπαρός]], [[παχύς]], [[ἀπίμελος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20· ― μεταφορ., ἀμαυρὸν καὶ κν. Πλούτ. 2. 1088F.
}}
{{bailly
|btext=<i>mieux que</i> [[κνισσώδης]];<br />ης, ες :<br />graisseux, gras.<br />'''Étymologie:''' [[κνῖσα]], -ωδης.
}}
}}