κνισώδης
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
κνισῶδες, (κνῖσα)
A steaming like roast meat, fatty, Arist.HA 534a23; opp. ἀπίμελος, Id.PA675b11; κνισῶδες ἐρυγγάνειν Gal.8.35, cf. Phlp.in APo.378.16; κ. ἀπεψία Alex. Trall.Febr.1; greasy, of oil, Gal.6.289.
II metaph., τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κ. Plu.2.1088f.
French (Bailly abrégé)
mieux que κνισσώδης;
ης, ες:
graisseux, gras.
Étymologie: κνῖσα, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνισώδης -ες [κνῖσα] geurend als gebraden vlees.
Russian (Dvoretsky)
κνῑσώδης: и κνισσώδης
1 жирный, сочный или дымящийся: τὰ κνισώδη Arst. вкусно пахнущая пища;
2 похожий на дым, т. е. выдохшийся: τὸ κνισσῶδες μνεμονευόμενόν τινος Plut. стершееся воспоминание о чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσώδης: -ες, (εἶδος) «ἀχνίζων» καὶ εὐωδιάζων ὡς ὀπτὸν κρέας, λιπαρός, παχύς, ἀπίμελος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20· ― μεταφορ., ἀμαυρὸν καὶ κν. Πλούτ. 2. 1088F.
Greek Monolingual
κνισώδης, -ῶδες (Α) κνίσα
1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος
2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.).