Anonymous

κόρυζα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρυζα''': -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς [[ῥινός]], «[[μύξα]]», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., [[μωρία]], [[βλακεία]], ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε [[βλέννα]], [[βλέννος]].
|lstext='''κόρυζα''': -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς [[ῥινός]], «[[μύξα]]», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., [[μωρία]], [[βλακεία]], ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε [[βλέννα]], [[βλέννος]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> écoulement, rhume;<br /><b>2</b> rhume qui émousse la sensibilité ; sottise, stupidité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>vha.</i> hruzzan « grogner, ronfler ».
}}
}}