3,277,637
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόρυζα''': -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς [[ῥινός]], «[[μύξα]]», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., [[μωρία]], [[βλακεία]], ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε [[βλέννα]], [[βλέννος]]. | |lstext='''κόρυζα''': -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς [[ῥινός]], «[[μύξα]]», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., [[μωρία]], [[βλακεία]], ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε [[βλέννα]], [[βλέννος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> écoulement, rhume;<br /><b>2</b> rhume qui émousse la sensibilité ; sottise, stupidité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>vha.</i> hruzzan « grogner, ronfler ». | |||
}} | }} |