Anonymous

κομάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομάω''': Ἰων. -έω˙ ([[κόμη]])˙ ― ἀφίνω τὴν κόμην [[μακράν]], [[φέρω]] μακρὰν κόμην, Ἄβαντες [[ὄπισθεν]] κομόωντες, «τὰ [[ὀπίσω]] μέρη τῆς κεφαλῆς κομῶντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 542˙ ἐθείρῃσιν κομόωντε Θ. 42, Ν. 24˙ [[ὡσαύτως]], κομ. τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 4. 168˙ τὰ [[ὀπίσω]] κ. τῆς κεφαλῆς [[αὐτόθι]] 180˙ τὰ ἐπιδέξια τῶν κεφαλέων κ. ὁ αὐτ. 191˙ τὸ [[γένειον]] τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. Ξεν. Συμπ. 4, 28. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοτέρους χρόνους οἱ Ἕλληνες [[καθόλου]] ἔτρεφον μακρὰν κόμην, [[ὅθεν]], καρηκομόωντες Ἀχαιοί, παρ’ Ὁμ. Ἐν. Σπάρτῃ ἐξηκολούθησεν ὡς [[συνήθεια]] πάντων τῶν πολιτῶν νὰ ἔχωσι μακρὰν κόμην, (ὅρα τὴν παρ’ Ἡροδότῳ διήγησιν, 1. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 26), ἂν καὶ [[μετέπειτα]] καὶ [[ἐνταῦθα]] τὸ [[ἔθος]] κατηργήθη, Φιλόστρ. 106, πρβλ. Λουκ. Δραπ. 27, Πλουτ. Ἀλκ. 23. Ἐν Ἀθήναις τὴν κόμην ἔφερον μακρὰν οἱ νεανίαι [[μέχρι]] τοῦ 18 ἔτους, ὅτε εἰσήρχοντο εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, καὶ ἐνεγράφοντο εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. φρατρία)˙ [[τότε]] δὲ προσέφερον τοὺς μακροὺς αὑτῶν βαστρύχους εἴς τινα θεότητα, Ἡσύχ., κτλ.˙ καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς [[σημεῖον]] νωθρότητος καὶ χαλαρῶν ἠθῶν τὸ νὰ φέρωσι κόμην μακρὰν οἱ ἄνδρες (πλὴν τῶν Ἱππέων, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 580)˙ ἄρσεσιν οὐκ [[ἐπέοικε]] κομᾶν Ψευδο-Φωκ. 212˙ ἢ ὡς [[σύμβολον]] λακωνισμοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282, ἴδε ἀνωτερ.˙ κομῶν καὶ αὐχμηρὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13˙ ― ἀλλ’ ἂν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔφερον τὴν κόμην βραχεῖαν, [[ὅμως]] διετήρησαν τὴν φράσιν, μὴ κομᾶν ἢ κείρεσθαι, εἰς [[σημεῖον]] πένθους, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 818, Ἀριστοφ. Πλ. 572, Πλάτ. Φαίδων 89C, κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, [[ἕνεκα]] τῶν μνημονευθέντων ἐθίμων κομᾶν, ἐσήμαινε γαυριᾶν, ὑπερηφανεύεσθαι, ἀλαζονικῶς φέρεσθαι, ὡς τὸ Λατ. cristam tollere, ἀνὴρ [[τοιοῦτος]] ὢν… οὐ κομῶ Ἀριστοφ. Νεφ. 545, Πλ. 170˙ [[οὕτως]], [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, μέγα φρονῶν ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ γείνῃ [[τύραννος]], Ἡρόδ. 5. 71˙ ἐπὶ τῷ κομᾷς; εἰς τὶ ὑπερηφανεύεσαι; Ἀριστοφ. Σφ. 1317˙ κ. ἐπὶ κάλλει Πλουτ. Καῖσ. 45, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 1˙ ἐπ’ Ἠρίννῃ κ. Ἀνθ. Π. 11. 322˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., Ὀππ. Κυν. 3. 192˙ πρβλ. [[κόμη]] Ι, [[κομήτης]]. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24. ΙΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς [[κόμης]], κυματίζω, ἐκ δ’ ἄρα δειρῆς καὶ γενύων [[ἑκάτερθε]] θοαὶ κομόωσιν ἔθειραι, Ὀππ. Κυν. 3. 28. IV. μεταφ., ἐπὶ δένδρων, φυτῶν, κτλ., [[οὖθαρ]] ἀρούρης... μέλλεν [[ἄφαρ]] ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσι, [[ταχέως]] ἔμελλον οἱ ἀγροὶ νὰ κυματίζωσι μὲ μακροὺς [[στάχυς]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· [[οὕτως]], [[αἴγειρος]] φύλλοισι κομόωσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 928· [[ὄρος]] κεκομημένον ὕλῃ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 41· ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 11. V. ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Ἄρατ. 1092.
|lstext='''κομάω''': Ἰων. -έω˙ ([[κόμη]])˙ ― ἀφίνω τὴν κόμην [[μακράν]], [[φέρω]] μακρὰν κόμην, Ἄβαντες [[ὄπισθεν]] κομόωντες, «τὰ [[ὀπίσω]] μέρη τῆς κεφαλῆς κομῶντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 542˙ ἐθείρῃσιν κομόωντε Θ. 42, Ν. 24˙ [[ὡσαύτως]], κομ. τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 4. 168˙ τὰ [[ὀπίσω]] κ. τῆς κεφαλῆς [[αὐτόθι]] 180˙ τὰ ἐπιδέξια τῶν κεφαλέων κ. ὁ αὐτ. 191˙ τὸ [[γένειον]] τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. Ξεν. Συμπ. 4, 28. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοτέρους χρόνους οἱ Ἕλληνες [[καθόλου]] ἔτρεφον μακρὰν κόμην, [[ὅθεν]], καρηκομόωντες Ἀχαιοί, παρ’ Ὁμ. Ἐν. Σπάρτῃ ἐξηκολούθησεν ὡς [[συνήθεια]] πάντων τῶν πολιτῶν νὰ ἔχωσι μακρὰν κόμην, (ὅρα τὴν παρ’ Ἡροδότῳ διήγησιν, 1. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 26), ἂν καὶ [[μετέπειτα]] καὶ [[ἐνταῦθα]] τὸ [[ἔθος]] κατηργήθη, Φιλόστρ. 106, πρβλ. Λουκ. Δραπ. 27, Πλουτ. Ἀλκ. 23. Ἐν Ἀθήναις τὴν κόμην ἔφερον μακρὰν οἱ νεανίαι [[μέχρι]] τοῦ 18 ἔτους, ὅτε εἰσήρχοντο εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, καὶ ἐνεγράφοντο εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. φρατρία)˙ [[τότε]] δὲ προσέφερον τοὺς μακροὺς αὑτῶν βαστρύχους εἴς τινα θεότητα, Ἡσύχ., κτλ.˙ καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς [[σημεῖον]] νωθρότητος καὶ χαλαρῶν ἠθῶν τὸ νὰ φέρωσι κόμην μακρὰν οἱ ἄνδρες (πλὴν τῶν Ἱππέων, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 580)˙ ἄρσεσιν οὐκ [[ἐπέοικε]] κομᾶν Ψευδο-Φωκ. 212˙ ἢ ὡς [[σύμβολον]] λακωνισμοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282, ἴδε ἀνωτερ.˙ κομῶν καὶ αὐχμηρὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13˙ ― ἀλλ’ ἂν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔφερον τὴν κόμην βραχεῖαν, [[ὅμως]] διετήρησαν τὴν φράσιν, μὴ κομᾶν ἢ κείρεσθαι, εἰς [[σημεῖον]] πένθους, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 818, Ἀριστοφ. Πλ. 572, Πλάτ. Φαίδων 89C, κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, [[ἕνεκα]] τῶν μνημονευθέντων ἐθίμων κομᾶν, ἐσήμαινε γαυριᾶν, ὑπερηφανεύεσθαι, ἀλαζονικῶς φέρεσθαι, ὡς τὸ Λατ. cristam tollere, ἀνὴρ [[τοιοῦτος]] ὢν… οὐ κομῶ Ἀριστοφ. Νεφ. 545, Πλ. 170˙ [[οὕτως]], [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, μέγα φρονῶν ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ γείνῃ [[τύραννος]], Ἡρόδ. 5. 71˙ ἐπὶ τῷ κομᾷς; εἰς τὶ ὑπερηφανεύεσαι; Ἀριστοφ. Σφ. 1317˙ κ. ἐπὶ κάλλει Πλουτ. Καῖσ. 45, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 1˙ ἐπ’ Ἠρίννῃ κ. Ἀνθ. Π. 11. 322˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., Ὀππ. Κυν. 3. 192˙ πρβλ. [[κόμη]] Ι, [[κομήτης]]. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24. ΙΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς [[κόμης]], κυματίζω, ἐκ δ’ ἄρα δειρῆς καὶ γενύων [[ἑκάτερθε]] θοαὶ κομόωσιν ἔθειραι, Ὀππ. Κυν. 3. 28. IV. μεταφ., ἐπὶ δένδρων, φυτῶν, κτλ., [[οὖθαρ]] ἀρούρης... μέλλεν [[ἄφαρ]] ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσι, [[ταχέως]] ἔμελλον οἱ ἀγροὶ νὰ κυματίζωσι μὲ μακροὺς [[στάχυς]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· [[οὕτως]], [[αἴγειρος]] φύλλοισι κομόωσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 928· [[ὄρος]] κεκομημένον ὕλῃ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 41· ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 11. V. ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Ἄρατ. 1092.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être chevelu, avoir une chevelure longue;<br /><b>2</b> avoir une longue crinière;<br /><b>3</b> prendre soin de sa chevelure <i>ou</i> porter sa chevelure longue (en signe de force, de joie, <i>etc.</i>) ; être fier, s’enorgueillir : [[ἐπί]] τινι, de qch ; [[διά]] τινα, à cause de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κόμη]].
}}
}}