3,274,919
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτήσιος''': -α, -ον, ([[κτῆσις]]) ἀνήκων εἰς περιουσίαν, χρήματα κτ., [[περιουσία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1009· κτήσιον [[βοτόν]], [[πρόβατον]] τῆς ποίμνης τινός, Σοφ. Τρ. 690. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν τινός, [[οἰκεῖος]], Λατ. penetralis, [[Ζεὺς]] [[κτήσιος]], ὁ προστάτης τῆς οἰκίας καὶ τῆς περιουσίας, Ἱππ. 378. 29, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 445, πρβλ. Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 28, Ἀντιφῶν 113. 12, Ἀθήν. 473Β· καλούμενος [[ἁπλῶς]], ὁ Κτήσιος, Πλούτ. 2. 828Α· κτ. [[βωμός]], ὁ βωμὸς τοῦ [[Διός]], κτησίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1038· ― [[ἀλλά]], [[Κύπρις]] κτησία, ὡς προστάτις τῶν πορνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 211 (κοινῶς γνησία)· θεοὶ κτήσιοι = οἱ παρὰ Λατίνοις Penates, Διον. Ἀλ. 8. 41. | |lstext='''κτήσιος''': -α, -ον, ([[κτῆσις]]) ἀνήκων εἰς περιουσίαν, χρήματα κτ., [[περιουσία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1009· κτήσιον [[βοτόν]], [[πρόβατον]] τῆς ποίμνης τινός, Σοφ. Τρ. 690. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν τινός, [[οἰκεῖος]], Λατ. penetralis, [[Ζεὺς]] [[κτήσιος]], ὁ προστάτης τῆς οἰκίας καὶ τῆς περιουσίας, Ἱππ. 378. 29, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 445, πρβλ. Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 28, Ἀντιφῶν 113. 12, Ἀθήν. 473Β· καλούμενος [[ἁπλῶς]], ὁ Κτήσιος, Πλούτ. 2. 828Α· κτ. [[βωμός]], ὁ βωμὸς τοῦ [[Διός]], κτησίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1038· ― [[ἀλλά]], [[Κύπρις]] κτησία, ὡς προστάτις τῶν πορνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 211 (κοινῶς γνησία)· θεοὶ κτήσιοι = οἱ παρὰ Λατίνοις Penates, Διον. Ἀλ. 8. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d’un animal domestique, <i>càd</i> d’une brebis;<br /><b>2</b> qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς [[κτήσιος]] ESCHL <i>ou simpl.</i> ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : [[κτήσιος]] [[βωμός]] ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]]. | |||
}} | }} |