Anonymous

καχάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰχάζω''': Δωρ. μέλλ. καχαξῶ, Θεόκρ. 5. 142·- (πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[καγχαλάω]], Λατ. cachinnor), (ἐκ τοῦ κατὰ τὸν γέλωτα ἐπαναλαμβανομένου συχνὰ φθόγγου χα- χα- χα-, πρβλ. τὸ σημερινὸν χαχανίζω ἢ καχανίζω, ἐπὶ τοῦ ἠχηροῦ γέλωτος τῶν ἀνδρῶν, ὡς τὸ [[κιχλίζω]], ἐπὶ τῶν γυναικῶν), Κλήμ. Ἀλεξ. 196· ἀθρόως, ἀφθόνως καὶ ἀμέτρως γελῶ, (ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «ἀθρόως, ἀπαιδεύτως γελῶ»). Καγχάζω, ἠχηρῶς γελῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 849, Ἀνακρεόντ. 34, 29, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 3· ἐπί τινι, διά τι, Εὔβουλ. ἐν «Δαμ.» 1, Λουκ. Ἔρωτες 23· μέγα κατά τινος Θεόκρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] μετά τινος σημασίας [[καταφρονήσεως]] ἢ ἐμπαιγμοῦ, ἁπάντων καχαζόντων γλώσσαις Σοφ. Αἴ. 199.- Τὰ Ἀντίγραφα [[συχνάκις]] παρέχουσι τὴν γραφὴν [[καγχάζω]] (ὡς ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D, ἀνεκάγχασε Πολ. 337Α), καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Βαβρ. 99. 8, [[λύκος]] δ’ ἐπ’ αὐτῷ καγχάσας, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 5. 230., 6. 74· ἀλλ’ ὁ παλαιὸς Ἀττ. [[τύπος]] ἦτο [[καχάζω]], ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ Σοφ. καὶ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[καχασμός]].
|lstext='''κᾰχάζω''': Δωρ. μέλλ. καχαξῶ, Θεόκρ. 5. 142·- (πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[καγχαλάω]], Λατ. cachinnor), (ἐκ τοῦ κατὰ τὸν γέλωτα ἐπαναλαμβανομένου συχνὰ φθόγγου χα- χα- χα-, πρβλ. τὸ σημερινὸν χαχανίζω ἢ καχανίζω, ἐπὶ τοῦ ἠχηροῦ γέλωτος τῶν ἀνδρῶν, ὡς τὸ [[κιχλίζω]], ἐπὶ τῶν γυναικῶν), Κλήμ. Ἀλεξ. 196· ἀθρόως, ἀφθόνως καὶ ἀμέτρως γελῶ, (ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «ἀθρόως, ἀπαιδεύτως γελῶ»). Καγχάζω, ἠχηρῶς γελῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 849, Ἀνακρεόντ. 34, 29, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 3· ἐπί τινι, διά τι, Εὔβουλ. ἐν «Δαμ.» 1, Λουκ. Ἔρωτες 23· μέγα κατά τινος Θεόκρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] μετά τινος σημασίας [[καταφρονήσεως]] ἢ ἐμπαιγμοῦ, ἁπάντων καχαζόντων γλώσσαις Σοφ. Αἴ. 199.- Τὰ Ἀντίγραφα [[συχνάκις]] παρέχουσι τὴν γραφὴν [[καγχάζω]] (ὡς ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D, ἀνεκάγχασε Πολ. 337Α), καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Βαβρ. 99. 8, [[λύκος]] δ’ ἐπ’ αὐτῷ καγχάσας, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 5. 230., 6. 74· ἀλλ’ ὁ παλαιὸς Ἀττ. [[τύπος]] ἦτο [[καχάζω]], ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ Σοφ. καὶ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[καχασμός]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καχάξω;<br />rire aux éclats.<br /><i><b>Étym.</b> skr.</i> kákhati, <i>lat.</i> cachinnare.
}}
}}