3,273,769
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῡρόω''': (κῦρος) [[κάμνω]] τι ἔγκυρον, ἰσχῦον, ἐπιβεβαιῶ, ἐπικυρῶ, ἐκτελῶ, [[ὁρίζω]], Λατ. ratum facere, δόμοις... τήνδ’ ἐκύρωσας φάτιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 227· [[φάτις]] τῇδ’ ἐκύρωσεν τόδε [[αὐτόθι]] 521· [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 6. 86, 2· τὸν γάμον [[αὐτόθι]] 126· ἡ [[ἐκκλησία]] κυρώσασα [[ταῦτα]] διελύθη Θουκ. 8. 69· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 369· τὴν μοῖραν Πλάτ. Πολ. 620Ε· τὴν γνώμην, τὸ [[δόγμα]], τὴν ψῆφον Πολύβ. 1. 11, 1, κτλ. ― Μέσ., ἐκτελῶ τοὺς σκοπούς μου, λόγῳ κυροῦσθαι τὰ πάντα Πλάτ. Γοργ. 451C, D. ― Παθ., νομιμοποιοῦμαι, ὁρίζομαι κτλ., πρὶν κυρωθῆναι τό... [[πρῆγμα]] Ἡρόδ. 8. 56, πρβλ. Θουκ. 4. 125· τοὺς κυρωθέντας τῶν νόμων Ἀνδοκ. 11. 36, πρβλ. Δημ. 485. 13· τὸ [[ψήφισμα]] τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 45, κ. ἀλλ., πρβλ. [[ἐπικυρόω]]· ― [[καθόλου]], ποῖ κεκύρωται [[τέλος]]; εἰς ποῖον [[σημεῖον]] τὸ [[τέλος]] ἔχει ὁρισθῆ ἢ προσδιορισθῆ; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 603, πρβλ. Χο. 874· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πρὶν ἢ ἐκτελεσθῶσι, Εὐρ. Ἠλ. 1069· ― μετ’ ἀπαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γείνῃ ἡ [[μάχη]], Ἡρόδ. 6. 110, πρβλ. 130· ἐκυρώθη ναυμαχέειν ὁ αὐτ. 8. 56. 2) κ. δίκην, ἀποφασίζω αὐτήν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 581, 639. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ [[ὁρίζω]] νά..., τηρηθῆναι τὸν νόμον Ἀριστ. Ἀποσπ. 551. | |lstext='''κῡρόω''': (κῦρος) [[κάμνω]] τι ἔγκυρον, ἰσχῦον, ἐπιβεβαιῶ, ἐπικυρῶ, ἐκτελῶ, [[ὁρίζω]], Λατ. ratum facere, δόμοις... τήνδ’ ἐκύρωσας φάτιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 227· [[φάτις]] τῇδ’ ἐκύρωσεν τόδε [[αὐτόθι]] 521· [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 6. 86, 2· τὸν γάμον [[αὐτόθι]] 126· ἡ [[ἐκκλησία]] κυρώσασα [[ταῦτα]] διελύθη Θουκ. 8. 69· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 369· τὴν μοῖραν Πλάτ. Πολ. 620Ε· τὴν γνώμην, τὸ [[δόγμα]], τὴν ψῆφον Πολύβ. 1. 11, 1, κτλ. ― Μέσ., ἐκτελῶ τοὺς σκοπούς μου, λόγῳ κυροῦσθαι τὰ πάντα Πλάτ. Γοργ. 451C, D. ― Παθ., νομιμοποιοῦμαι, ὁρίζομαι κτλ., πρὶν κυρωθῆναι τό... [[πρῆγμα]] Ἡρόδ. 8. 56, πρβλ. Θουκ. 4. 125· τοὺς κυρωθέντας τῶν νόμων Ἀνδοκ. 11. 36, πρβλ. Δημ. 485. 13· τὸ [[ψήφισμα]] τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 45, κ. ἀλλ., πρβλ. [[ἐπικυρόω]]· ― [[καθόλου]], ποῖ κεκύρωται [[τέλος]]; εἰς ποῖον [[σημεῖον]] τὸ [[τέλος]] ἔχει ὁρισθῆ ἢ προσδιορισθῆ; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 603, πρβλ. Χο. 874· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πρὶν ἢ ἐκτελεσθῶσι, Εὐρ. Ἠλ. 1069· ― μετ’ ἀπαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γείνῃ ἡ [[μάχη]], Ἡρόδ. 6. 110, πρβλ. 130· ἐκυρώθη ναυμαχέειν ὁ αὐτ. 8. 56. 2) κ. δίκην, ἀποφασίζω αὐτήν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 581, 639. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ [[ὁρίζω]] νά..., τηρηθῆναι τὸν νόμον Ἀριστ. Ἀποσπ. 551. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner force de loi à, acc. ; sanctionner, ratifier, acc.;<br /><b>2</b> faire prévaloir une décision, décider : ἐκεκύρωτο συμβάλλειν HDT il avait été décidé qu’on en viendrait aux mains;<br /><b>3</b> décider, trancher : [[δίκην]] ESCHL un procès.<br />'''Étymologie:''' [[κῦρος]]. | |||
}} | }} |