Anonymous

κώλυμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κώλῡμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. [[θεῖον]] Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον [[ἐναντίον]]…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· [[μετὰ]] γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τινός, σβεστήρια κωλύματα, [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τοῦ [[πυρός]], Θουκ. 7. 53· [[μετὰ]] γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. [[κωλύμη]].
|lstext='''κώλῡμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. [[θεῖον]] Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον [[ἐναντίον]]…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· [[μετὰ]] γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τινός, σβεστήρια κωλύματα, [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τοῦ [[πυρός]], Θουκ. 7. 53· [[μετὰ]] γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. [[κωλύμη]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />obstacle, empêchement.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
}}
}}