3,274,873
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κράς''': τοῦ ποιητ. τούτου τύπου τοῦ [[κάρα]] ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ., Α. Β. 1182, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 385· ― γεν. κρᾱτὸς Ὅμηρ., Τραγ., δοτ. κρᾱτὶ Ὀδ. Ι. 490, Τραγ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 329· αἰτιατ. [[κρᾶτα]] Ὀδ. Θ. 92, Τραγ.· πληθ., γεν. κράτων Ὀδ. Χ. 309· δοτ. κρᾱσίν, [[κράτεσφι]] Ἰλ. Κ, 152, 156· αἰτιατ. κρᾶτας Εὐρ. Φοίν. 1149, Ἡρ. Μαιν. 526· ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις τὸ γένος μένει ἀόριστον, ἀλλ’ ἐν τῇ γεν. κρατὸς [[εἶναι]] θηλ. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 140, ὡς ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἑκ. 432, Φοιν. 1159· ὁ Σοφ. ἔχει [[κρᾶτα]], τό, ὡς ὀνομ. (Φιλ. 1457) καὶ αἰτιατ. ([[αὐτόθι]] 1001, Ο. Τ. 263, πρβλ. Τρ. 1015), καὶ Ἴων παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Φοιν. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸν [[κρᾶτα]]· [[ὡσαύτως]] πληθ. [[κρᾶτα]], τά, Πινδ. Ἀποσπ. 3, καὶ [[ἴσως]] Σοφ. Ο. Κ. 473. Παρ’ Ὁμήρῳ [[ὡσαύτως]] ἔχομεν ἐκτεταμένην γεν. καὶ δοτ. [[κράατος]], κράατι, πληθ. ὀνομ. κράατα ἅπαντα, -υυ, ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ὀνομαστικὴ κρᾶας. Ἡ [[κεφαλή]], ἐκ [[κράατος]] ἀθανάτοιο Ἰλ. Ξ. 177· σῷ δ’ [[αὐτοῦ]] κράατι τίσεις Ὀδ. Χ. 218, κτλ.· ― μεταφορ., [[κορυφή]], κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο Ἰλ. Υ 5· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, κατὰ τὴν κορυφὴν ἢ τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]] τοῦ λιμένος, Ὀδ. Ι. 140, Ν. 102· πληθ. ἀντὶ ἑνικ., ὑπὸ [[κράτεσφι]], ὑπὸ τὴν κεφαλήν του, Ἰλ. Κ. 156. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἀρχαία τις γενικ. [[κρῆθεν]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει κατὰ [[κρῆθεν]] ([[ὅπερ]] ἐν ἀρχαίαις ἐκδόσεσι φέρεται [[κατακρῆθεν]]), ἐκ τῆς κεφαλῆς, ἐκ τῆς κορυφῆς [[κάτω]], δένδρεα. κατὰ [[κρῆθεν]] χέε καρπόν, ἐκ τῶν κορυφῶν αὐτῶν, Ὀδ. Λ. 588, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 182, Ἡσ. Θ. 574· [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ penitus, ἀπὸ κορυφῆς [[μέχρι]] ποδῶν, ἐντελῶς, Τρῶας δὲ κατὰ [[κρῆθεν]] λάβε [[πένθος]] Ἰλ. Π. 548 ([[ὅπερ]] [[χωρίον]] ἐκίνησε πολλοὺς νὰ πιστεύσωσιν ὅτι τὸ [[κατακρῆθεν]] ἦτο [[κυρίως]] κατ’ ἄκρηθεν = κατ’ [[ἄκρης]], ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρα]])· πλὴν τούτου ὑπάρχει παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 7, ἀπὸ [[κρῆθεν]]. | |lstext='''κράς''': τοῦ ποιητ. τούτου τύπου τοῦ [[κάρα]] ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ., Α. Β. 1182, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 385· ― γεν. κρᾱτὸς Ὅμηρ., Τραγ., δοτ. κρᾱτὶ Ὀδ. Ι. 490, Τραγ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 329· αἰτιατ. [[κρᾶτα]] Ὀδ. Θ. 92, Τραγ.· πληθ., γεν. κράτων Ὀδ. Χ. 309· δοτ. κρᾱσίν, [[κράτεσφι]] Ἰλ. Κ, 152, 156· αἰτιατ. κρᾶτας Εὐρ. Φοίν. 1149, Ἡρ. Μαιν. 526· ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις τὸ γένος μένει ἀόριστον, ἀλλ’ ἐν τῇ γεν. κρατὸς [[εἶναι]] θηλ. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 140, ὡς ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἑκ. 432, Φοιν. 1159· ὁ Σοφ. ἔχει [[κρᾶτα]], τό, ὡς ὀνομ. (Φιλ. 1457) καὶ αἰτιατ. ([[αὐτόθι]] 1001, Ο. Τ. 263, πρβλ. Τρ. 1015), καὶ Ἴων παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Φοιν. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸν [[κρᾶτα]]· [[ὡσαύτως]] πληθ. [[κρᾶτα]], τά, Πινδ. Ἀποσπ. 3, καὶ [[ἴσως]] Σοφ. Ο. Κ. 473. Παρ’ Ὁμήρῳ [[ὡσαύτως]] ἔχομεν ἐκτεταμένην γεν. καὶ δοτ. [[κράατος]], κράατι, πληθ. ὀνομ. κράατα ἅπαντα, -υυ, ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ὀνομαστικὴ κρᾶας. Ἡ [[κεφαλή]], ἐκ [[κράατος]] ἀθανάτοιο Ἰλ. Ξ. 177· σῷ δ’ [[αὐτοῦ]] κράατι τίσεις Ὀδ. Χ. 218, κτλ.· ― μεταφορ., [[κορυφή]], κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο Ἰλ. Υ 5· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, κατὰ τὴν κορυφὴν ἢ τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]] τοῦ λιμένος, Ὀδ. Ι. 140, Ν. 102· πληθ. ἀντὶ ἑνικ., ὑπὸ [[κράτεσφι]], ὑπὸ τὴν κεφαλήν του, Ἰλ. Κ. 156. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἀρχαία τις γενικ. [[κρῆθεν]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει κατὰ [[κρῆθεν]] ([[ὅπερ]] ἐν ἀρχαίαις ἐκδόσεσι φέρεται [[κατακρῆθεν]]), ἐκ τῆς κεφαλῆς, ἐκ τῆς κορυφῆς [[κάτω]], δένδρεα. κατὰ [[κρῆθεν]] χέε καρπόν, ἐκ τῶν κορυφῶν αὐτῶν, Ὀδ. Λ. 588, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 182, Ἡσ. Θ. 574· [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ penitus, ἀπὸ κορυφῆς [[μέχρι]] ποδῶν, ἐντελῶς, Τρῶας δὲ κατὰ [[κρῆθεν]] λάβε [[πένθος]] Ἰλ. Π. 548 ([[ὅπερ]] [[χωρίον]] ἐκίνησε πολλοὺς νὰ πιστεύσωσιν ὅτι τὸ [[κατακρῆθεν]] ἦτο [[κυρίως]] κατ’ ἄκρηθεν = κατ’ [[ἄκρης]], ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρα]])· πλὴν τούτου ὑπάρχει παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 7, ἀπὸ [[κρῆθεν]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[κρατός]] (ὁ) :<br /><i>dat.</i> [[κρατί]], <i>acc.</i> [[κρᾶτα]] ; <i>pl. gén.</i> κράτων, <i>dat.</i> κρασίν <i>ou</i> [[κράτεσφι]], <i>acc. κρᾶτας</i>;<br /><b>I.</b> tête <i>au pl. p. le sg.</i> : ὑπὸ [[κράτεσφι]] IL sous sa tête;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> sommet de montagne;<br /><b>2</b> bord, extrémité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρ]]¹, [[κάρα]]¹. | |||
}} | }} |