Anonymous

κυανόπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰνόπρῳρος''': -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. [[κυανώπης]].
|lstext='''κυᾰνόπρῳρος''': -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. [[κυανώπης]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la proue sombre.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[πρῷρα]].
}}
}}