3,277,241
edits
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυᾰνόπρῳρος''': -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. [[κυανώπης]]. | |lstext='''κυᾰνόπρῳρος''': -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. [[κυανώπης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à la proue sombre.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[πρῷρα]]. | |||
}} | }} |