κυανόπρῳρος
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
κυανόπρῳρον, darkprowed, of ships, Il.15.693, 23.852, Od.9.482, 539: fem. κυανόπρῳρα, B.16.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανόπρῳρος -ον [κύανος. πρῴρα] met donkere voorsteven.
German (Pape)
mit dunkelblauem oder schwarzem Vorderteile, ναῦς, das schwarz geschnäbelte Schiff, Od. 9.482; EM. κυανοπρωΐρους.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνόπρῳρος: с темной носовой частью (ναῦς Hom.).
English (Autenrieth)
and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): dark-prowed, dark-bowed, epithet of ships.
Greek Monotonic
κυᾰνόπρῳρος: -ον (πρῷρα), με μελανή μπλε πλώρη, μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνόπρῳρος: -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. κυανώπης.
Middle Liddell
κυᾰνό-πρῳρος, ον πρῷρα
with dark-blue prow, dark-prowed, of ships, Hom.