Anonymous

λειτουργία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειτουργία''': ἡ, ([[λειτουργέω]]) ἐν Ἀθήναις, [[βαρύ]] τι δημόσιον, [[ἔργον]] ἢ καθήκον, [[ὅπερ]] οἱ πλουσιώτεροι τῶν πολιτῶν ἐπετέλουν ἰδίαις δαπάναις, [[κυρίως]] κατὰ διαδοχήν, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἑκουσίως ἢ δι’ ἐκλογῆς, Ἀντιφῶν 138. 26, Ἀνδοκ. 34. 27, Λυσ. 163. 21, κτλ. ― Αἱ συνήθεις λειτουργίαι, αἱ λεγόμεναι ἐγκύκλιοι, ἐν Ἀθήναις ἦσαν: ἡ [[γυμνασιαρχία]], ἡ [[χορηγία]], καὶ ἡ [[ἑστίασις]], καὶ [[ἐλάσσων]] τις [[ἀρχιθεωρία]]. Αἱ ἔκτακτοι, ὡς ἡ [[τριηραρχία]], ἦσαν ὡρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέρας τῆς Πολιτείας ἀνάγκας. Ὑπῆρχον [[ὡσαύτως]] λειτουργίαι μετοίκων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πολιτικάς, Δημ. 462. 14. Περὶ τῶν λειτουργιῶν, ἴδε Δημ. Λεπτ. ([[μετὰ]] τοῦ προοιμίου τοῦ Wolf.), Βöckh P. E. 2. 199 ἑξ., Herm, Pol. Ant. §161 κἑξ., Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 81. 15 (ἔκδ. Blass). ― Ἂν καὶ τὸ [[σύστημα]] τοῦτο ἦν [[κυρίως]] Ἀθηναϊκόν, ἀναγιγνώσκομεν περὶ λειτουργιῶν ἐν Σίφνῳ (Ἰσοκρ. 391D), Μυτιλήνῃ (Ἀντιφῶν 138. 26), καὶ ἀλλαχοῦ, ἴδε Ἡρόδ. 5. 83, κτλ.˙ καὶ ἡ [[λέξις]] (ἴδε [[λήιτον]]) φαίνεται οὖσα Ἀχαϊκῆς καταγωγῆς. ΙΙ. πᾶσα [[ὑπηρεσία]] ἢ [[ἔργον]] δημόσιον, [[ὅθεν]] ὁ ἐπὶ λειτουργιῶν, ἐν στρατεύματι, ὁ ἀξιωματικὸς ὁ ἐπιβλέπων τοὺς ἐργάτας, τέκτονας, κτλ., Πολύβ. 3. 93, 4˙ οἱ ἐπί τινα λ. ἀπεσταλμένοι ὁ αὐτ. 10. 16, 5. 2) [[καθόλου]] πᾶσα [[ὑπηρεσία]] ἢ [[ἐνέργεια]], ἡ πρώτη φανερὰ τοῖς ζῴοις λ. διὰ τοῦ στόματος οὖσα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 8, πρβλ. 3. 14, 7, καὶ 9, π. Ζ. Πορείας 12, 11˙ φιλικὴν ταύτην λ. Λουκ. π. Ὀρχ. 6. 3) [[ὑπηρεσία]], [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. θ΄, 12, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 30. ΙΙΙ. ἡ δημοσία [[λατρεία]] τῶν θεῶν, λ. αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 11˙ τὰς [τῶν θεῶν] λ. Διόδ. 1, 21˙ ― ἡ [[ὑπηρεσία]] ἢ ἱερὰ [[διακονία]] τῶν ἱερέων, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Η΄, 25), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 23˙ ἡ τῆς ἐπισκοπῆς λ., ἡ [[διοίκησις]], Ἐπιφάν.˙ παρ’ Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, [[λειτουργία]], δημοσία [[λατρεία]], καὶ ἰδιαιτέρως ἡ τελετὴ τοῦ Κυριακοῦ δείπνου, ἡ [[εὐχαριστία]].
|lstext='''λειτουργία''': ἡ, ([[λειτουργέω]]) ἐν Ἀθήναις, [[βαρύ]] τι δημόσιον, [[ἔργον]] ἢ καθήκον, [[ὅπερ]] οἱ πλουσιώτεροι τῶν πολιτῶν ἐπετέλουν ἰδίαις δαπάναις, [[κυρίως]] κατὰ διαδοχήν, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἑκουσίως ἢ δι’ ἐκλογῆς, Ἀντιφῶν 138. 26, Ἀνδοκ. 34. 27, Λυσ. 163. 21, κτλ. ― Αἱ συνήθεις λειτουργίαι, αἱ λεγόμεναι ἐγκύκλιοι, ἐν Ἀθήναις ἦσαν: ἡ [[γυμνασιαρχία]], ἡ [[χορηγία]], καὶ ἡ [[ἑστίασις]], καὶ [[ἐλάσσων]] τις [[ἀρχιθεωρία]]. Αἱ ἔκτακτοι, ὡς ἡ [[τριηραρχία]], ἦσαν ὡρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέρας τῆς Πολιτείας ἀνάγκας. Ὑπῆρχον [[ὡσαύτως]] λειτουργίαι μετοίκων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πολιτικάς, Δημ. 462. 14. Περὶ τῶν λειτουργιῶν, ἴδε Δημ. Λεπτ. ([[μετὰ]] τοῦ προοιμίου τοῦ Wolf.), Βöckh P. E. 2. 199 ἑξ., Herm, Pol. Ant. §161 κἑξ., Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 81. 15 (ἔκδ. Blass). ― Ἂν καὶ τὸ [[σύστημα]] τοῦτο ἦν [[κυρίως]] Ἀθηναϊκόν, ἀναγιγνώσκομεν περὶ λειτουργιῶν ἐν Σίφνῳ (Ἰσοκρ. 391D), Μυτιλήνῃ (Ἀντιφῶν 138. 26), καὶ ἀλλαχοῦ, ἴδε Ἡρόδ. 5. 83, κτλ.˙ καὶ ἡ [[λέξις]] (ἴδε [[λήιτον]]) φαίνεται οὖσα Ἀχαϊκῆς καταγωγῆς. ΙΙ. πᾶσα [[ὑπηρεσία]] ἢ [[ἔργον]] δημόσιον, [[ὅθεν]] ὁ ἐπὶ λειτουργιῶν, ἐν στρατεύματι, ὁ ἀξιωματικὸς ὁ ἐπιβλέπων τοὺς ἐργάτας, τέκτονας, κτλ., Πολύβ. 3. 93, 4˙ οἱ ἐπί τινα λ. ἀπεσταλμένοι ὁ αὐτ. 10. 16, 5. 2) [[καθόλου]] πᾶσα [[ὑπηρεσία]] ἢ [[ἐνέργεια]], ἡ πρώτη φανερὰ τοῖς ζῴοις λ. διὰ τοῦ στόματος οὖσα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 8, πρβλ. 3. 14, 7, καὶ 9, π. Ζ. Πορείας 12, 11˙ φιλικὴν ταύτην λ. Λουκ. π. Ὀρχ. 6. 3) [[ὑπηρεσία]], [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. θ΄, 12, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 30. ΙΙΙ. ἡ δημοσία [[λατρεία]] τῶν θεῶν, λ. αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 11˙ τὰς [τῶν θεῶν] λ. Διόδ. 1, 21˙ ― ἡ [[ὑπηρεσία]] ἢ ἱερὰ [[διακονία]] τῶν ἱερέων, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Η΄, 25), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 23˙ ἡ τῆς ἐπισκοπῆς λ., ἡ [[διοίκησις]], Ἐπιφάν.˙ παρ’ Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, [[λειτουργία]], δημοσία [[λατρεία]], καὶ ἰδιαιτέρως ἡ τελετὴ τοῦ Κυριακοῦ δείπνου, ἡ [[εὐχαριστία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fonction publique, service public, <i>particul. à Athènes</i> liturgie, <i>fonction dont le titulaire supportait les dépenses, et qui consistait à organiser les chœurs, à équiper les galères</i>;<br /><b>2</b> service public <i>en gén.</i><br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> service quelconque : φιλικὴ [[λειτουργία]] LUC service d’ami;<br /><b>4</b> <i>particul.</i> service du culte.<br />'''Étymologie:''' [[λειτουργός]].
}}
}}