Anonymous

κοῦφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοῦφος''': -η, -ον, [[ἐλαφρός]], [[εὐκίνητος]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., κοῦφα ποσὶ [[προβιβάς]], προβαίνων ἐλαφρῶς, Ἰλ. Ν. 158, πρβλ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 323· οὕτω, κοῦφα βιβῶν Πινδ. Ο. 14. 25· χωρεῖν κ. ποσὶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 954· οὕτω καὶ κούφοις ποσὶ Πινδ. Ο. 13. 164, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1353· [[πήδημα]] κ. ἐκ νεὼς ἀφήλατο Αἰσχύλ. Πέρσ. 305· κ. ἐξᾶραι [[πόδα]] Σοφ. Ἀντ. 224· κ. ἅλμα, βῆμα, Εὐρ. Ἠλ. 439· κ. αἴρειν βῆμα ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 342· πρβλ. [[κουφίζω]] ΙΙ. 1· ― μεταφ. κουφότεραι... ἀπειράτων φρένες, παραπολὺ ἐλαφραί, Πινδ. Ο. 8. 80. 2) μεταφ., [[εὔκολος]], τελεῖν... κούφαν κτίσιν ὁ αὐτ. 13. 117· κοῦφον εἰ δοίης [[τέλος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 260· [[οὕτως]] ἐπὶ κυβερνήσεως, [[εὔκολος]], ἐλαφρά, Ἰσοκρ. 199Β· ἡ [[εὔκλεια]] κουφοτέρα φέρειν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· ἐπὶ κυβερνήτου ἢ διοικητοῦ, [[εὔκολος]], οὐχὶ [[δύστροπος]], κουφότατος ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 12· δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κ. ἐξαπατᾷ [[θεράπων]] Μένανδρ. ἐν «Περινθίᾳ» 1. 3) [[κενός]], [[μάταιος]], [[φαντασιώδης]], [[ἀνύπαρκτος]], τὸ νέον... κούφας ἀφροσύνας φέρον Σοφ. Ο. Κ. 1230 (Λυρ.)· οὐδὲν [[ἄλλο]] [[πλήν]]... κούφην σκιὰν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 126· ἐλπίδος τι εἶχον κούφης Θουκ. 2. 51· κοῦφοι καὶ πτηνοὶ λόγοι Πλάτ. Νόμ. 717C· κ. [[πρᾶγμα]], μηδαμινόν, «τιποτένιο», ὁ αὐτ. 935Α˙ κ. γράμματα, μικρὰ [[ἐπιστολή]], Εὐρ. Ι. Τ. 594· ― ἐπὶ προσώπων, ??? κουφόνους, Ἡρῳδ. 5. 7· τὸ κοῦφον, [[κουφότης]], [[ἐλαφρότης]], Παυσ. 5. 21, 14, Ἡρῳδ. 7. 8. 4) παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐλαφρὸς (ὡς πρὸς τὸ βάρος), ἀντίθετ. τῷ [[βαρύς]], Πλάτ. κτλ., κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, [[εἴθε]] ἡ γῆ νὰ πέσῃ ἐλαφρὰ ἐπὶ σέ, «γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν», sit tibi terra levis, Εὐρ. Ἄλκ. 462, πρβλ. Ἑλ. 853· κούφη σοι [[κόνις]] ἥδε πέλοι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551, 4· κούφοις πνεύμασιν βόσκου, ἐλαφραῖς πνοαῖς ἀνέμων, Σοφ. Αἴ 558· ὀστᾶ τε καὶ κ. [[κόνις]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 9· τὸ κουφότατον... τῶν κακῶν... [[πενία]] ὁ αὐτ. ἐν «Κιθαρ.» 2· ― ἐπὶ τροφῆς, [[εὔπεπτος]], ἐλαφρά, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 6. 7, 7, κτλ.· ― [[συχν]]. ἐπὶ στρατιωτῶν, ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27· κούφη [[στρατιά]], ἐλαφρῶς ὡπλισμένον [[στράτευμα]], Πλουτ. Φάβ. 11· τὰ κ. τῆς δυνάμεως Πολύβ. 10. 23, 2· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 5) [[ἐλαφρός]], [[ὀλίγος]], [[μικρός]], ἁμαρτήματα Πλάτ. Νόμ. 863C· κουφότερα γυμνάσια, ἀντίθετ. τῷ ἀναγκαῖα, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4, 7, πρβλ. 6. 7, 3. 6) ἐνεργ., ἀνακουφίζων, βοηθῶν, χερὶ κούφᾳ Πινδ. Π. 9. 18. ΙΙ. Ἐπίρρ. κούφως, εὐκόλως, ἐλαφρῶς, εὐκινήτως, κ. ὀρούειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 112· κ. ἐσκευασμένοι, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 4. 33· ὡπλισμένοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 26, κτλ.· κούφως ἔχω, [[αἰσθάνομαι]] ἐμαυτὸν ἐλαφρόν, Ἀριστ. Προβλ. 3. 15. 2) μεταφ., ἐλαφρῶς, μετ’ ἐλαφρᾶς καρδίας, κουφότερον μετεφώνεε Ὀδ. Θ. 201· κούφως φέρειν, ἀντίθετ. τῷ δεινῶς φ., Εὐρ. Μήδ. 449, 1018· ὡς κουφότατα φέρειν Ἡρόδ. 1. 35. 3) εὐκόλως, ἐλαφρῶς, μετ’ εὐκολίας, Αἰσχύλ. Πρ. 701.
|lstext='''κοῦφος''': -η, -ον, [[ἐλαφρός]], [[εὐκίνητος]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., κοῦφα ποσὶ [[προβιβάς]], προβαίνων ἐλαφρῶς, Ἰλ. Ν. 158, πρβλ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 323· οὕτω, κοῦφα βιβῶν Πινδ. Ο. 14. 25· χωρεῖν κ. ποσὶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 954· οὕτω καὶ κούφοις ποσὶ Πινδ. Ο. 13. 164, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1353· [[πήδημα]] κ. ἐκ νεὼς ἀφήλατο Αἰσχύλ. Πέρσ. 305· κ. ἐξᾶραι [[πόδα]] Σοφ. Ἀντ. 224· κ. ἅλμα, βῆμα, Εὐρ. Ἠλ. 439· κ. αἴρειν βῆμα ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 342· πρβλ. [[κουφίζω]] ΙΙ. 1· ― μεταφ. κουφότεραι... ἀπειράτων φρένες, παραπολὺ ἐλαφραί, Πινδ. Ο. 8. 80. 2) μεταφ., [[εὔκολος]], τελεῖν... κούφαν κτίσιν ὁ αὐτ. 13. 117· κοῦφον εἰ δοίης [[τέλος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 260· [[οὕτως]] ἐπὶ κυβερνήσεως, [[εὔκολος]], ἐλαφρά, Ἰσοκρ. 199Β· ἡ [[εὔκλεια]] κουφοτέρα φέρειν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· ἐπὶ κυβερνήτου ἢ διοικητοῦ, [[εὔκολος]], οὐχὶ [[δύστροπος]], κουφότατος ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 12· δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κ. ἐξαπατᾷ [[θεράπων]] Μένανδρ. ἐν «Περινθίᾳ» 1. 3) [[κενός]], [[μάταιος]], [[φαντασιώδης]], [[ἀνύπαρκτος]], τὸ νέον... κούφας ἀφροσύνας φέρον Σοφ. Ο. Κ. 1230 (Λυρ.)· οὐδὲν [[ἄλλο]] [[πλήν]]... κούφην σκιὰν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 126· ἐλπίδος τι εἶχον κούφης Θουκ. 2. 51· κοῦφοι καὶ πτηνοὶ λόγοι Πλάτ. Νόμ. 717C· κ. [[πρᾶγμα]], μηδαμινόν, «τιποτένιο», ὁ αὐτ. 935Α˙ κ. γράμματα, μικρὰ [[ἐπιστολή]], Εὐρ. Ι. Τ. 594· ― ἐπὶ προσώπων, ??? κουφόνους, Ἡρῳδ. 5. 7· τὸ κοῦφον, [[κουφότης]], [[ἐλαφρότης]], Παυσ. 5. 21, 14, Ἡρῳδ. 7. 8. 4) παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐλαφρὸς (ὡς πρὸς τὸ βάρος), ἀντίθετ. τῷ [[βαρύς]], Πλάτ. κτλ., κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, [[εἴθε]] ἡ γῆ νὰ πέσῃ ἐλαφρὰ ἐπὶ σέ, «γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν», sit tibi terra levis, Εὐρ. Ἄλκ. 462, πρβλ. Ἑλ. 853· κούφη σοι [[κόνις]] ἥδε πέλοι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551, 4· κούφοις πνεύμασιν βόσκου, ἐλαφραῖς πνοαῖς ἀνέμων, Σοφ. Αἴ 558· ὀστᾶ τε καὶ κ. [[κόνις]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 9· τὸ κουφότατον... τῶν κακῶν... [[πενία]] ὁ αὐτ. ἐν «Κιθαρ.» 2· ― ἐπὶ τροφῆς, [[εὔπεπτος]], ἐλαφρά, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 6. 7, 7, κτλ.· ― [[συχν]]. ἐπὶ στρατιωτῶν, ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27· κούφη [[στρατιά]], ἐλαφρῶς ὡπλισμένον [[στράτευμα]], Πλουτ. Φάβ. 11· τὰ κ. τῆς δυνάμεως Πολύβ. 10. 23, 2· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 5) [[ἐλαφρός]], [[ὀλίγος]], [[μικρός]], ἁμαρτήματα Πλάτ. Νόμ. 863C· κουφότερα γυμνάσια, ἀντίθετ. τῷ ἀναγκαῖα, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4, 7, πρβλ. 6. 7, 3. 6) ἐνεργ., ἀνακουφίζων, βοηθῶν, χερὶ κούφᾳ Πινδ. Π. 9. 18. ΙΙ. Ἐπίρρ. κούφως, εὐκόλως, ἐλαφρῶς, εὐκινήτως, κ. ὀρούειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 112· κ. ἐσκευασμένοι, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 4. 33· ὡπλισμένοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 26, κτλ.· κούφως ἔχω, [[αἰσθάνομαι]] ἐμαυτὸν ἐλαφρόν, Ἀριστ. Προβλ. 3. 15. 2) μεταφ., ἐλαφρῶς, μετ’ ἐλαφρᾶς καρδίας, κουφότερον μετεφώνεε Ὀδ. Θ. 201· κούφως φέρειν, ἀντίθετ. τῷ δεινῶς φ., Εὐρ. Μήδ. 449, 1018· ὡς κουφότατα φέρειν Ἡρόδ. 1. 35. 3) εὐκόλως, ἐλαφρῶς, μετ’ εὐκολίας, Αἰσχύλ. Πρ. 701.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />léger :<br /><b>1</b> non chargé : κούφη [[στρατιά]] PLUT troupes légères;<br /><b>2</b> qui ne pèse pas, facile à porter <i>ou</i> à supporter : κουφότερα ὅπλα XÉN armement léger ; κούφα <i>dor.</i> [[σοι]] χθὼν [[ἐπάνωθε]] πέσοι EUR que la terre te soit <i>litt.</i> tombe sur toi légère ! <i>fig.</i> ἡ [[εὔκλεια]] κουφοτέρα φέρειν XÉN la bonne renommée est plus légère à porter ; κούφη [[βασιλεία]] ISOCR royauté facile à supporter ; <i>en part. de pers.</i> d’un caractère facile;<br /><b>3</b> léger d’allure, de démarche : [[κοῦφος]] [[πούς]] SOPH pied léger ; <i>pl. neutre adv.</i> • κοῦφα : κοῦφα ποσὶ [[προβιβάς]] IL s’avançant d’un pied léger;<br /><b>4</b> libre de soucis;<br /><b>5</b> léger, vide, vain;<br /><i>Cp.</i> κουφότερος, <i>Sp.</i> κουφότατος.<br />'''Étymologie:''' DELG mot ancien.
}}
}}