Anonymous

λεχώ: Difference between revisions

From LSJ
122 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεχώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, ([[λέχος]]) ὡς καὶ νῦν ἡ προσφάτως τετοκυῖα, κοινῶς «λεχοῦσα» ἢ «λεχώνα», Λατ. puerpera Εὐρ. Ἠλ. 652, 654, 1108, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 530, κτλ.· ἐπὶ ζῴου, Ὀππ. Κυν. 3. 208· - πληθ. λεχοί, Ὀρφ. Ὕμ. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1010 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 227, 228.
|lstext='''λεχώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, ([[λέχος]]) ὡς καὶ νῦν ἡ προσφάτως τετοκυῖα, κοινῶς «λεχοῦσα» ἢ «λεχώνα», Λατ. puerpera Εὐρ. Ἠλ. 652, 654, 1108, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 530, κτλ.· ἐπὶ ζῴου, Ὀππ. Κυν. 3. 208· - πληθ. λεχοί, Ὀρφ. Ὕμ. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1010 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 227, 228.
}}
{{bailly
|btext=όος-οῦς (ἡ) :<br />femme qui accouche.<br />'''Étymologie:''' R. Λεχ, v. [[λέγω]]¹.
}}
}}