3,270,629
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡσιτέλεια''': ἡ, [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 54, Διόδ. 1. 36· λ. περὶ τὸν χρόνον, [[οἰκονομία]] χρόνου κατὰ τὰς πληρωμάς, Πολύβ. 32. 13, 11. ― Λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, Φρύνιχ. | |lstext='''λῡσιτέλεια''': ἡ, [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 54, Διόδ. 1. 36· λ. περὶ τὸν χρόνον, [[οἰκονομία]] χρόνου κατὰ τὰς πληρωμάς, Πολύβ. 32. 13, 11. ― Λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, Φρύνιχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />avantage, gain, profit.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]]. | |||
}} | }} |