Anonymous

λυπηρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡπηρός''': -ά, -όν, ([[λυπέω]], πρβλ. [[λυπρός]])· I. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀλγεινός]], [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], Λατ. molestus, Ἡρόδ. 5. 106, Σοφ. Ἠλ. 553, Εὐρ. κτλ.· τί σοι τοῦτ’ ἐστὶ λυπηρὸν κλύειν Σοφ. Ο. Κ. 1176· τὰν δόμοισι λυπηρὰ Εὐρ. Ἴων. 623, κτλ. ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ ἀλγηδόνας Θουκ. 2. 37· τὰ λ. Ξεν. Ἱέρ. 1, 8. II. ἐπὶ προσώπων, 1) ἐπὶ καλῆς σημασίας, προξενῶν λύπην, λυπηρὸς ἡμῖν τούσδ’ ἂν ἐκλίποι δόμους Εὐρ. Ἱππ. 796. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, προξενῶν ἐνόχλησιν, ἐνοχλητικός, λ. κλύειν Σοφ. Ἠλ. 557· λ. οὐκ ἦν ἀλλ’ [[ἐπίφθονος]] πόλει Εὐρ. Ἱκέτ 893· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 456, Θουκ. 1. 76, κτλ.· ἐν Θουκ. 6. 16, ἐπὶ ζηλοτυπουμένων καὶ φθονουμένων, πρβλ. 2. 64. III. Ἐπίρρ. λυπηρῶς, θλιβερῶς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ προξενῇ τι πόνον, ἐνόχλησιν, λύπην, Σοφ. Φ. 912· λυπηρῶς δ’ ἔχει εἰ... ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 767, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1264. 2) [[μετὰ]] πόνου, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ αἰσθάνηταί τις ἢ νὰ δεικνύῃ πόνον, λ. φέρειν τι Ἰσοκρ. 199D, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 11, κ. ἀλλ.
|lstext='''λῡπηρός''': -ά, -όν, ([[λυπέω]], πρβλ. [[λυπρός]])· I. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀλγεινός]], [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], Λατ. molestus, Ἡρόδ. 5. 106, Σοφ. Ἠλ. 553, Εὐρ. κτλ.· τί σοι τοῦτ’ ἐστὶ λυπηρὸν κλύειν Σοφ. Ο. Κ. 1176· τὰν δόμοισι λυπηρὰ Εὐρ. Ἴων. 623, κτλ. ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ ἀλγηδόνας Θουκ. 2. 37· τὰ λ. Ξεν. Ἱέρ. 1, 8. II. ἐπὶ προσώπων, 1) ἐπὶ καλῆς σημασίας, προξενῶν λύπην, λυπηρὸς ἡμῖν τούσδ’ ἂν ἐκλίποι δόμους Εὐρ. Ἱππ. 796. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, προξενῶν ἐνόχλησιν, ἐνοχλητικός, λ. κλύειν Σοφ. Ἠλ. 557· λ. οὐκ ἦν ἀλλ’ [[ἐπίφθονος]] πόλει Εὐρ. Ἱκέτ 893· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 456, Θουκ. 1. 76, κτλ.· ἐν Θουκ. 6. 16, ἐπὶ ζηλοτυπουμένων καὶ φθονουμένων, πρβλ. 2. 64. III. Ἐπίρρ. λυπηρῶς, θλιβερῶς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ προξενῇ τι πόνον, ἐνόχλησιν, λύπην, Σοφ. Φ. 912· λυπηρῶς δ’ ἔχει εἰ... ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 767, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1264. 2) [[μετὰ]] πόνου, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ αἰσθάνηταί τις ἢ νὰ δεικνύῃ πόνον, λ. φέρειν τι Ἰσοκρ. 199D, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 11, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui cause du chagrin, affligeant, fâcheux, pénible ; τὰ λυπηρά XÉN chagrins, peines;<br /><b>2</b> qui est à charge : τινι, à qqn ; <i>particul.</i> qui excite le dépit <i>ou</i> la jalousie;<br /><i>Cp.</i> λυπηρότερος, <i>Sp.</i> λυπηρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[λύπη]].
}}
}}