3,277,719
edits
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λίπος''': [ῐ], τό, [[κυρίως]] ἐπὶ πάχους τῶν ζῴων, [[στέαρ]], «[[λίγδα]]», Ἀριστ. περὶ Μακροβ. 5, 11, πρβλ. Προβλ. 23. 38, 1· ἐν τῷ πληθ. χηνὸς λίπη Ἀνθ. Π. 9. 377· βεβρῶτες αἵματος [[λίπος]], φαγόντες τὸ [[πάχος]] τοῦ αἵματος, Σοφ. Ἀντ. 1022· ἀλλὰ, λ. αἵματος ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1428 φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]] κηλῖδα αἵματος (ὁ Casaub. [[λίθος]])· ― ποιητ. ἐπὶ φυτικοῦ λίπους, τοῦ ἐλαίου, λ. ἐλαίας Σοφ. Ἀποσπ. 464. (Ἐκ τῆς √ΛΙΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξ. λίπα, λίπας, λιπάω, λιπαρός, καὶ ἀλείφω, ἄλειφαρ, ἀλοιφή· πρβλ. Σανσκρ. lip, limp-âmi (ungo), lêp-as (unguentum)· Σλαυ. lep-u (ἀλευρόκολλα)· Λιθ. limp-u, lip-ti (κολλῶ). ― Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς συγγενείας τοῦ Λατ. liq ἐν τοῖς liq-ueo, liq-uor, [[ἕνεκα]] τῆς ἐλλείψεως πάσης σχέσεως ἐννοίας). | |lstext='''λίπος''': [ῐ], τό, [[κυρίως]] ἐπὶ πάχους τῶν ζῴων, [[στέαρ]], «[[λίγδα]]», Ἀριστ. περὶ Μακροβ. 5, 11, πρβλ. Προβλ. 23. 38, 1· ἐν τῷ πληθ. χηνὸς λίπη Ἀνθ. Π. 9. 377· βεβρῶτες αἵματος [[λίπος]], φαγόντες τὸ [[πάχος]] τοῦ αἵματος, Σοφ. Ἀντ. 1022· ἀλλὰ, λ. αἵματος ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1428 φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]] κηλῖδα αἵματος (ὁ Casaub. [[λίθος]])· ― ποιητ. ἐπὶ φυτικοῦ λίπους, τοῦ ἐλαίου, λ. ἐλαίας Σοφ. Ἀποσπ. 464. (Ἐκ τῆς √ΛΙΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξ. λίπα, λίπας, λιπάω, λιπαρός, καὶ ἀλείφω, ἄλειφαρ, ἀλοιφή· πρβλ. Σανσκρ. lip, limp-âmi (ungo), lêp-as (unguentum)· Σλαυ. lep-u (ἀλευρόκολλα)· Λιθ. limp-u, lip-ti (κολλῶ). ― Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς συγγενείας τοῦ Λατ. liq ἐν τοῖς liq-ueo, liq-uor, [[ἕνεκα]] τῆς ἐλλείψεως πάσης σχέσεως ἐννοίας). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />substance humide et brillante.<br />'''Étymologie:''' R. Λιπ <i>ou</i> Λιφ, être gras, cf. [[ἀλείφω]]. | |||
}} | }} |